Τον θυμάμαι σαν τώρα, τη
μέρα που πρωτοβρεθήκαμε. «Γειά σου ρε πατρίδα!» μου φώναξε από μακριά
χαμογελαστός κι ερχόταν προς το μέρος μου με ταχύ βήμα. Με το που πάτησε το
πόδι του στο στρατόπεδο, ρώτησε, το ίδιο έκανα και εγώ κάθε που άλλαζα μονάδα,
«έχει κανέναν Έλληνα εδώ;» Τον στείλανε καρφωτό σ’ εμένα.
«Καλώς
τον! Από πού έρχεσαι;»
«Απ’ το
2ο Σύνταγμα Ξένων Αλεξιπτωτιστών», μου λέει. «Μόλις βγήκα από το νοσοκομείο. Προσωρινά, με μετέθεσαν εδώ. Τραυματίστηκα», κι άπλωσε να δω
το μπανταρισμένο του χέρι.
Γίναμε
φίλοι αμέσως, αν και στην αρχή ήμουν λίγο επιφυλακτικός αφού ούτε έπινε ούτε
έπαιζε ούτε κάπνιζε. Βγαίναμε όμως συχνά παρέα. Όλο μου ερχόταν, «τι θα γίνει ρε Μαρκό, θα
πάμε καμιά βόλτα;»
Και τι
ήταν η βόλτα; Ένας δρόμος όλο μπαρ και από τις δυο πλευρές, το ένα δίπλα από
το άλλο. Όταν βγαίναμε, τα παίρναμε όλα στη σειρά από τη μια μεριά κι ύστερα
διασχίζαμε το δρόμο και επιστρέφαμε από την απέναντι. Λόγω όμως της διόλου
συνετούς διαχείρισης των χρημάτων που σκορπούσαμε και του αλκοόλ που
καταναλώναμε, σπανίως φτάναμε μέχρι τη μέση απο τη μεριά της επιστροφής.
Μόνο μια φορά καταφέραμε και τα επισκεφτήκαμε όλα. Είχαμε μαζί μας έναν Ισπανό,
5-6 άτομα παρέα ήμασταν, δεν ήθελε να έρθει μαζί μας λέει, δεν είχε λεφτά. Βρε έλα, κερνάμε εμείς, όχι, έλα, ήρθε. Δεν είχαμε τελειώσει
ούτε την απο εδώ πλευρά, κάποια στιγμή μετριόμαστε, λεφτά τέλος.
«Πάμε»,
λέει ο Ισπανός, «κερνάω εγώ!»
«Τι
κερνάς ρε, αφού δεν είχες μία».
«Ναι,
αλλά τώρα έχω», λέει περήφανος και μας δείχνει πονηρά ένα ματσάκι χρήμα
διπλωμένο. «Μάζευα
ό,τι προλάβαινα από τα πουρμπουάρ που αφήνατε στην μπάρα». Ούτε ξέραμε τι αφήναμε, βάζαμε το χέρι στη τσέπη και ό,τι έπιανε η χούφτα τ’ αφήναμε στο πάγκο. Πολλές φορές μπορεί να τα διπλοπληρώναμε ή και να τριπλοπληρώναμε και μετά να αφήναμε και κάτι έξτρα...
Τα λεφτά που μάζευε μας φτάσανε για όλα τα μαγαζιά της άλλης μεριάς. Αυτή ήταν η πρώτη και η μόνη
φορά που τα τιμήσαμε όλα.
*
Όταν πάλι
βαριόμασταν την πόλη, η βόλτα ήταν μέχρι την άλλη άκρη του στρατοπέδου, στο ΜΠΕ
ΕΜ ΣΕ (BMC - Bordel Militaire de Campagne), ειδικά τις πρώτες μέρες που μόλις είχαμε πάρει τον μισθό μας και είχαμε
ακόμα τσέπες γεμάτες. Είχαμε βγει λοιπόν στο ΜΠΕ ΕΜ ΣΕ, εγώ καθόμουν κι έπινα
αμέριμνος την μπύρα μου, τον Κώστα τον είχα χάσει. Έλεγα ότι θα τραβολογιέται
με κάποιαν παραπέρα, όταν με πλησιάζει ένας Ιταλός και μου σφυράει στ΄αυτί «το φιλαράκι σου έχει
μπλεξίματα έξω».
Πετάγομαι,
διασχίζω τρεχάλα τη σάλα, βγαίνω έξω. Είναι ένας λοχίας τεραστίων διαστάσεων,
ένας Γερμαναράς νεοφερμένος και έχει απέναντι τον Κώστα.
«Βγάζω
τώρα τα γαλόνια μου, αν είσαι άντρας έλα να μετρηθούμε», του λέει.
Μπαίνω στη μέση να τους καλμάρω «Ώπα ρε
παιδιά, τι έγινε; Θα τσακωθείτε για τις πουτάνες τώρα;»
«Φύγε απ’ τη μέση», μου λέει ο Κώστας στα ελληνικά, με
ύφος που δεν σηκώνει κουβέντα.
Πάω πάσο,
κάνω στην άκρη και κλαίω το φιλαράκι μου, που είναι κατηγορία πτερού, με το
δεξί του μπαταρισμένο κι έχει απέναντι του ένα γομάρι βαρέων βαρών, ένα κεφάλι
ψηλότερο και καμία τριανταριά κιλά βαρύτερο. Να όμως που μας βγαίνει Δαυίδ-Γολιάθ
το ματς, πέφτουν κάτι γρήγορες, ούτε που προλαβαίνουμε να τις μετρήσουμε, ο Γερμανός
τρώει το ξύλο της αρκούδας και μένει ένας σωρός από κρέας, τέζα, πάνω στο χώμα.
Δεν πιστεύω τα μάτια μου. Ο Κώστας με κοιτάζει θριαμβευτικά με μισό χαμόγελο.
«Ρε συ,
που έμαθες να παίζεις ξύλο;»
«Στο
δρόμο, πού θες να ’μαθα; Στο κατηχητικό;»
Του
λοχία, του έπεσε βαρύ το ξύλο. Το φύσαγε και δεν κρύωνε. Πήγε και έκανε
αναφορά. Τους είπε ότι είχε βρει τον Κώστα μεθυσμένο, ότι του έκανε παρατήρηση
για ανάρμοστη συμπεριφορά και ότι ο Κώστας, άνευ λόγου και αφορμής του επιτέθηκε. Φαντάσου
να μην υπήρχαν και τόσοι μάρτυρες, με εμένα πρώτο και καλύτερο. Πήγα και τον
βρήκα. «Γιατί λες ψέματα Λοχία; Ήμουν μπροστά, εσύ
τον προκάλεσες». «Αλήθεια;» μου λέει. «Κοίτα μη το πολυλές αυτό, γιατί θα πω
ότι κι εσύ μου επιτέθηκες». Τέτοιο καθίκι. Για μένα δεν φοβόμουν, αν ήθελε να
με κατηγορήσει έπρεπε να είχε πει αλλιώς την ιστορία από την αρχή, αλλά ο
Κώστας την είχε πολύ άσχημα. Πήγαινε για βιαιοπραγία κατά ανωτέρου, παράπτωμα
βαρύτατο και ασυγχώρητο. Έπιασα όλους τους υπαξιωματικούς, έναν-έναν, είχα
καλές σχέσεις με τους περισσότερους, να τους ζητήσω να μεσολαβήσουν. Τους
διηγήθηκα με κάθε λεπτομέρεια πώς γίνανε τα πράγματα, πως ήταν ξεκάθαρα αδικία.
Όταν ένας ανώτερος λέει «βγάζω τα γαλόνια μου», πάει να πει θα μετρηθούμε ως
ίσος προς ίσο, ούτε αναφορές ούτε τίποτα. Και πάντα τηρείται, έτσι δεν είναι
Λοχαγέ μου;
Η αδικία εκεί μέσα γενικά μπορεί να μην συγκινούσε ιδιαίτερα, αλλά
όλο αυτό το σκηνικό με το «βγάζω τα γαλόνια» δεν ήταν διόλου τιμητικό για όλο
το σώμα των υπαξιωματικών και εγώ εκεί πάνω ποντάριζα. Ήταν το πιο βαρύ μου
επιχείρημα. Και ναι, τον γλιτώσανε.
Από
εκείνη την μέρα γίναμε σαν αδέλφια. Εγώ θαύμαζα το τσαγανό του, αυτός το λέγειν
μου. Μου άρεσε που γινόταν έξαλλος με κάθε παραλογισμό του στρατοπέδου, λες και
είχε πέσει ουρανοκατέβατος, πρώτη του μέρα εδώ. Κι αυτός με αγαπούσε. Με είχε
για διανοούμενο και με έβαζε να του γράφω τα γράμματα που έστελνε στη μάνα του.
Καθόμασταν
και πιάναμε κουβέντες για τις πόλεις που ζήσαμε, για αυτές που θέλαμε να πάμε,
για τις γυναίκες που ποθήσαμε, για τις γυναίκες που δεν μας περιμένουν, για τα
καλύτερα γκολ, για πείνες και αφραγκιές, για χλίδες και για γλέντια, για τα
παρανοϊκά του στρατοπέδου, σκάγαμε στα γέλια με ό,τι μαλακία μας ερχόταν και
ύστερα βουτιόμασταν σε μια σιωπή άτιμη, και μέναμε να κοιτάζουμε αμίλητοι τον
ίδιο τοίχο απέναντι λες και πάνω του προβαλλόταν ταινία και την
παρακολουθούσαμε αφοσιωμένοι μη χάσουμε τους υπότιτλους. Μια τέτοια ώρα, γυρνάει και μου λέει ο Κώστας:
«Ξέρεις,
ο τραυματισμός μου δεν ήταν ατύχημα».
«Αλλά;»
«Μόνος μου το έκανα. Ήθελα να μου ξερίζωνα το δάχτυλο, να με
βγάζανε ανίκανο υπηρεσίας. Μας πηγαίνανε να μας φορτώσουν στα αεροπλάνα, να μας ρίξουν με τα αλεξίπτωτα σε κάποια επιχείρηση. Αλλά βλέπεις, άτυχος ήμουν μια ζωή, πήρα μόνο
σάρκα».
«Τέτοια
γκαντεμιά, ε;»
«Μη
νομίζεις, δεν ήταν και εύκολο. Έπρεπε να βάλω τον δείκτη του δεξιού χεριού κάτω
από την κάνη, τον δείκτη του αριστερού στην σκανδάλη και να πυροβολήσω,
φαντάσου τι στάση έπρεπε να πάρω, να δείχνει ότι ήτανε ατύχημα, και στη
ζούλα εντελώς, μην ψυλλιαστούν οι άλλοι το παραμικρό και όλα αυτά, μέσα στη καρότσα του φορτηγού που
μας πήγαινε στο αεροδρόμιο, και χοροπηδούσε σαν τρελό πάνω στο δρόμο».
«Πώς σου
ήρθε να σκεφτείς τέτοιο ατύχημα;» του λέω και κρατιέμαι να μη γελάσω από την
αναπαράσταση που προσπαθούσε να μου κάνει.
«Αυτό μου
’ρθε. Τα πιο περίεργα είναι και τα πιο πιστευτά. Απέτυχα όμως. Μου έμεινε το
δάχτυλο. Στην αρχή έπαθε αγκύλωση αλλά τώρα αρχίζει να περνάει. Δεν με κρίνανε
ανίκανο για ενεργή υπηρεσία», είπε με έναν βαθύ αναστεναγμό, βαριανάσανα και
εγώ και μείναμε πάλι σιωπηλοί, για 5-6 τσιγάρα ακόμα.
Κάτι
μήνες μετά, Κυριακή απόγευμα ήταν, ήρθε να με βρει στο θάλαμο να βγούμε βόλτα.
Δεν είχα όρεξη, ήμουν και ταπί, προτιμούσα να μείνω ξαπλωμένος με τα χέρια πίσω
στο σβέρκο, να κοιτάζω το ταβάνι. Με πιάνανε πότε-πότε οι κλειστές μου, δεν
ήθελα να μιλήσω σε άνθρωπο. Έπεφτα σε μια μαύρη στεναχώρια, το ηθικό στο μηδέν,
καθόμουν και σκάλιζα ξανά και ξανά τι έγινε, τι έφταιξε, το πώς, το γιατί, με
μια διαστροφική ηδονή καθόμουν και απαριθμούσα λάθη, ποιο ήταν πρώτο, ποιο το
μοιραίο, ποιο θα με είχε σώσει, ποιο έκρινε την παρτίδα και με έριξε εδώ,
έμπαινα σε μια ατέλειωτη μιζέρια… Μπαϊλντισμένος, μόλις μ’ είχε πάρει ο ύπνος, ένας
ύπνος βαρύς, γεμάτος φαντάσματα, με ξύπνησε ένα γερό σκούντηγμα και η φωνή του
Κώστα.
«Σήκω,
Μαρκό».
«Τι θες
ρε μαλάκα και σπρώχνεις;» μουρμουρίζω μέσα από τα δόντια.
«Σήκω ρε
σου λέω, θέλω να σου πω».
Βρωμοκοπάει
αλκοόλ. Μ’ είχε πιάσει η μπόχα πριν δω τα μούτρα του. «Ρε μαλάκα ήπιες; Μια
μέρα σε άφησα μόνο και πήγες κι έγινες τύφλα;» λέω και αλλάζω πλευρό.
«Ξύπνα
ρε, θέλω να σου πω σου λέω».
«Παράτα με,
να πας αλλού να πεις». Τίποτα αυτός, επιμένει.
«Όχι, εσύ
είσαι ο φίλος μου, σε σένα θα το πω».
«Να μου
τα πεις αύριο».
«Πριν
φύγω από την Ελλάδα καθάρισα έναν καριόλη».
Σκεπάζω
το κεφάλι μου με το μαξιλάρι. «Σκάσε, δεν θέλω ν΄ ακούσω».
«Τον
καθάρισα τον πούστη. Και το έσκασα. Και ξέρεις ποιο είναι το γαμώτο;»
Δεν
απαντάω.
«Ξέρεις
ποιο είναι το γαμώτο;» Με σκουντάει.
«Δεν
ξέρω, δεν θέλω να μάθω».
«Δεν με
υποπτεύτηκε κανείς. Δεν πήγαν ποτέ οι μπάτσοι να με γυρέψουν. Κατάλαβες; Άδικα
τα τραβάω όλα αυτά εδώ πέρα».
Σηκώνω το
μαξιλάρι και τον κοιτάω στραβά με το ένα μάτι. «Ε, όχι και
εντελώς άδικα»
«Άδικα,
σου λέω. Δεν ξέρεις για τι κάθαρμα μιλάμε, άμα σου πω τι είχε κάνει…»
«Δεν θέλω
να ακούσω».
«Άσε με
ρε να σου πω».
«Όχι δεν
σε αφήνω. Δεν γουστάρω να ακούω μυστικά μεθυσμένων, δε γουστάρω να ξυπνήσεις αύριο και να
λες τι μου ήρθε και του τα είπα. Ξεμέθα πρώτα κι αν ακόμα θες, εγώ θα κάτσω να
σε ακούω όσες ώρες θέλεις».
Σώπασε.
Μισοσηκώνομαι, πάει ο ύπνος, ανάβω τσιγάρο. Του ’χω άλλη μια πίκρα.
«Πάντως,
αν σε υποπτεύονταν, ακόμα και εδώ θα σε έβρισκαν. Τζάμπα κόπος, ακόμα και να σε
ψάχνανε. Ούτε βέβαια σου ’κοψε να αλλάξεις τ΄ όνομά σου, ε;»
Με κοίταξε απελπισμένος και λες και
ξενέρωσε κατευθείαν. Σηκώθηκε πάνω, πήρε το άσπρο κεπί στο χέρι και βγήκε από το
θάλαμο μονολογώντας «Τι λε ρε; Δυο φορές τζάμπα δηλαδή…»
Την άλλη
μέρα δεν μιλιόταν, ούτε πλάκες ούτε χαμόγελα. Ήταν κι αμάθητος στο αλκοόλ, ένα
ράκος. Τον λυπήθηκε η ψυχή μου. Έψαχνα να πω κάτι να του φτιάξω το κέφι.
«Άκου,
την άλλη Τετάρτη, έμαθα ότι έρχεται στο Οράν η ελληνική στρατιωτική ομάδα
ποδοσφαίρου, έχουν τουρνουά, στρατιωτικό πρωτάθλημα, κάτι τέτοιο. Πάμε να
δούμε; Και πού ξέρεις, μπορεί να χωρέσεις κάπου και εσύ μες στο αεροπλάνο
τους».
Μια
στιγμή μόνο το σκέφτηκε και με κοίταξε συνωμοτικά.
«Πάμε Οράν;» λέει και ήδη χαμογελάει.
«Έχεις
μέρες για άδεια;»
«Και
μέρες έχω, και χρήμα κατέχω».
Και
βρεθήκαμε έτσι από το πουθενά, όχι μόνο να περιμένουμε να πάμε να δούμε μπάλα,
αλλά να ετοιμάζουμε ταξίδι με προοπτική διαφυγής. Δεν ήταν εύκολο αλλά όχι και ακατόρθωτο, θα τον κρύβανε κάπου και θα τον παίρνανε μαζί. Μια βδομάδα έμενε, με πήγαινε
και μια εύνοια τρελή στο πόκερ, ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε. Φύγαμε αδειούχοι,
όλο χαρά, τις τσέπες γεμάτες χρήμα και το νου γεμάτο όνειρα. Μέχρι που έπιασα
και τον εαυτόν μου κάποια στιγμή να σκέφτομαι ότι μπορεί κι εγώ ενδεχομένως να χωρέσω
κάπου. Όσο πιο πολύ το δούλευα αυτό το σενάριο, τόσο περισσότερο μου άρεσε. Ε;
Λες να φύγω και εγώ; Έτσι ξαφνικά να γυρίσω πίσω; Μήπως τρελάθηκα; Ο νόστος
είναι μεταδοτική ασθένεια. Λίγες μέρες πριν ούτε καν μου είχε περάσει από το
μυαλό τέτοια σκέψη.
*
Στον πρώτο ποδοσφαιρικό
αγώνα Ελλάδα-Τουρκία, έγινε σφαγή. Στον δεύτερο, την επομένη, Ελλάδα-Βέλγιο,
σκοτωμός. Έκλεισε ο λαιμός μου από τις φωνές. Όλα πηγαίνανε περίφημα,
φχαριστιόμασταν μπαλίτσα και περιμέναμε την ευκαιρία να βρούμε την ελληνική ομάδα, να οργανώσουμε την "επιχείρηση φυγή". Η ευκαιρία ήρθε το
δεύτερο βράδυ. Εκεί που βολτάραμε πετυχαίνουμε όλη την ελληνική
αποστολή, παίκτες και λοιπούς, στην κεντρική λεωφόρο, περπατούσαν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Διασχίζουμε
γρήγορα, όλο χαρά το δρόμο και τους φτάνουμε. «Γεια σας ρε παιδιά!» λέμε με μια
φωνή και οι δυο.
Καλύτερα
να είχε ανοίξει η γη να μας καταπιεί. Τα πατριωτάκια γυρνάνε και μας κοιτάζουν
κι ίσα που ψελλίζουν ένα «α, γεια, Έλληνες είστε…»
Έμεινα με
το χαμόγελο λειψό στη μέση. Όλοι τους, από τους αξιωματικούς μέχρι τους απλούς
φαντάρους μας κοιτάνε λες και είχαμε λέπρα. Εντάξει, δεν ήταν ανάγκη να
αρχίζαμε αγκαλιές και επευφημίες, άλλα τέτοιο περιφρονητικό βλέμμα δεν το
περίμενα.
«Πάμε ρε
Κώστα να φύγουμε», του λέω κι έχω ήδη γυρίσει κι απομακρύνομαι με γρήγορο βήμα. Βράζω από το θυμό. Δεν μπορώ να καταπιώ ούτε το ύφος ούτε την αγένεια.
Κι όχι, δεν είναι αυτό, ούτε ότι το σχέδιο αποδεικνύεται μια τεράστια πατάτα. Αυτό
που με τσαντίζει απέραντα, που με πονάει γροθιά στο στομάχι, είναι ότι μπήκα
στην διαδικασία να ελπίσω, να ονειρευτώ, άκου μαλακία τώρα, ότι θα γινόταν με
ένα τσάκ, να ξύπναγα άνθρωπος κανονικός στο σπίτι που γεννήθηκα. Τέτοια
γελοιότητα. Μπήκα στη διαδικασία να με δω να ανηφορίζω την Φραγκίστα, να χτυπάω
το κουδούνι του σπιτιού μου και να ανοίγει η μάνα μου, εγώ, που απ’ τη στιγμή
που πάτησα το ποδάρι μου εδώ, άλλο όνειρο δεν είχα κάνει παρά να έχει καλή θέα η
μεριά που θα αφήσω το τομάρι μου στην έρημο.
Ο Κώστας,
που είχε ανταλλάξει κάτι κουβέντες με κάνα δυο, με προλαβαίνει τρέχοντας.
«Βρήκα γνωστούς, βρήκα κάποιους που τους γνώριζα από παλιά, έπαιζα και εγώ
μπάλα, στην Προοδευτική».
«Ένας
λόγος παραπάνω, για να μην μας φερθούν έτσι», του λέω και βηματίζω όλο νεύρο.
«Εντάξει,
δίκιο έχεις, μας κοίταζαν σαν να ήμαστε σκατά!»
«Δεν πειράζει ρε Κώστα. Κι εμείς τους έχουμε
χεσμένους, έτσι να τους πεις. Στα αρχίδια μου η γνώμη τους και αυτών και όλου
του κόσμου. Μόνο να τα έχω καλά με τον εαυτό μου, να μη ντρέπομαι για
μένα, όταν ξυρίζομαι και κοιτάω τη φάτσα μου στον καθρέφτη να μη θέλω να την φτύσω,
κατάλαβες; Και ναι, μου έχει συμβεί και αυτό, να θέλω να μου ρίξω ροχάλα
ξεγυρισμένη, μου έχει συμβεί, αλλά ποτέ για την στολή που φοράω. Από πού και ως
πού ρε να μας κοιτάνε με τέτοια περιφρόνηση; Ποιοι; Αυτοί, ανθρωπάκια
ταμπουρωμένα μες στη επαρχιωτίλα τους και τον καθωσπρεπισμό, που ζέχνουν εθνικοφροσύνη
και συντηρητισμό, δούλοι, υποτακτικοί, ορμηνεμένοι από τον παπά και τον
χωροφύλακα, αναθρεμμένοι στα βρακιά της μάνας τους, με μόνο όνειρο πότε θα
πάρουν τη δουλειά του μπαμπά τους και μια παρθένα για σύζυγο. Ανθρωπάκια μικρά,
σκιαγμένα από τον ίσκιο τους, μη χέσω. Άκου λέει, δεν είχαν μια κουβέντα να
πουν, δεν είχαν ένα γεια, ένα βλέμμα. Αυτοί ρε, που φιλάνε κατουρημένες ποδιές
για μια θέση βοηθού κλητήρα, μουλάρια, που κουβαλάνε τη ζωή τους φορτίο στην
πλάτη, χέστηδες όλοι, βρωμοκοπούν κακομοιριά, παραπέρα δεν πήγαν από το έτσι
μάθαμε, το αυτό κάνουν όλοι, το τι θα πει ο κόσμος, που άλλο ουρανό από το
σάπιο τους παράθυρο ούτε που φαντάστηκαν, ανθρωπάκια σκυφτά, η ζωή τους όλη αυτές
οι δυο δρασκελιές, από την εξώπορτα ως το αποχωρητήριο της πίσω αυλής, αυτοί,
να μας κοιτάνε έτσι αυτοί, αμανάτσενα, αυτοί…» Μιλάω περπατάω, φτύνω και
ξαναβρίζω. Ο Κώστας δίπλα προσπαθεί να με προλάβει.
«Γιατί ρε
Μαρκό πειράχτηκες τόσο πολύ;»
«Χεσμένους
τους έχω», του λέω. «Θέλω μόνο να πιώ μέχρι αναισθησίας».
Βγήκαμε
στην μπορντελογειτονιά. Αφήσαμε πρώτα τα πηλήκια σε ένα μπαρ, μη μας τα πάρουν
οι πόρνες, ήμασταν πια έμπειροι, εμείς θα διαλέγαμε, δεν θα μας διαλέγανε αυτές*
και πήγα και διάλεξα μόνος μου λοιπόν μια όμορφη μελαχρινή με δυο τεράστιους
κρίκους για σκουλαρίκια. Μόλις είχαμε ανέβει στο δωμάτιο και κάνω το λάθος και
τη ρωτάω.
«Από πού
είσαι; Δεν φαίνεσαι για ντόπια. Ιταλίδα ή Σπανιόλα;»
«Εγώ σε
ρώτησα από πού είσαι;» λέει αυτή με μια βαριά προφορά.
«Εμείς το
έχουμε απόρρητο, δεν το ξέρεις;»
«Τι μας
λες;» μου κάνει με ειρωνεία, «και εσείς σαν και εμάς το κορμί σας πουλάτε».
Γυάλισε
το μάτι μου. «Τι λες μωρή καριόλα;» Την κρατάω από την μπλούζα, την έχω
κολλήσει στον τοίχο και της φωνάζω μες στα μούτρα. «Το τομάρι μας πουλάμε, όχι
την ψυχή μας. Εγώ όταν κατατάχτηκα δεν ρώτησα πόσα θα παίρνω. Εσύ μωρή σκρόφα αν
δεν καθορίσεις πρώτα την ταρίφα σου δεν πας πουθενά».
Με κοιτάει με τρόμο, τα ’χει εντελώς χαμένα,
δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. Μήπως εγώ την περίμενα; «Σήμερα έπρεπε να πέσω
πάνω σου; Άντε στο διάολο, ουστ, κράτα και τα λεφτά».
Φεύγει
αστραπιαία, σίγουρη ότι έχει να κάνει με τρελό. Μένω μόνος, να ξεφυσάω σαν
ταύρος στην αρένα. Πάντα μου άρεσαν οι συζητήσεις με τις πόρνες, ήταν σύντομες
περιεκτικές, στακάτες. Άλλη φορά θα άνοιγα με χαρά κουβέντα, οι πόρνες μου
έχουν πει τις πιο έξυπνες ατάκες, απαυγάσματα σοφίας σε δυο κουβέντες, άλλη φορά
μπορεί και να γελούσα αντί να τσαντιστώ, αλλά σήμερα… Σήμερα ήθελα να πεθάνω.
Μετά δεν
θυμάμαι και πολλά. Κάτι σκηνές ασύνδετες σαν από κομμένη κινηματογραφική
ταινία. Έπινα σ΄ ένα μπαρ, στην αρχή ήταν και ο Κώστας μαζί, μετά θυμάμαι να
λέω στον μπάρμαν να φέρει δυο μποτίλιες κονιάκ, μετά σκοτάδι. Η συνέχεια είναι
πολύ συγκεχυμένη, σκοτάδι, έρεβος. Ξύπναγα… «Πού ’σαι μπάρμαν, πιάσε άλλη μια».
Άδειαζα τις μποτίλιες, τη μια μετά την άλλη, εκεί τον Κώστα δεν τον θυμόμουν. Και
ξανάπεφτα. Δύο μέρες πέρασαν έτσι, εγώ σ΄ αυτή τη κατάσταση. Κάποια στιγμή
ψιλοσυνήρθα. Ρωτάω τι ώρα να ’ναι, τι μέρα να ’ναι και συνειδητοποιώ ότι η άδειά
μας τελειώνει. Έπρεπε να φύγουμε για τη μονάδα μας. Ψάχνω τον Κώστα, άφαντος. Στο
ξενοδοχείο δεν τον είχαν δει. Πήγα στη βάση της Λεγεώνας στο Οράν, ρωτούσα
δεξιά-αριστερά, όποιον συνάδελφο έβρισκα, δεν ήθελα να ρωτήσω στο Γραφείο
Κινήσεως, μπορεί και να το είχε σκάσει και να του έκανα ζημιά. Πέφτω στον οδηγό
του Διοικητή, που ήταν και πατριωτάκι, ξύπνιο παιδί.
«Άσε»,
μου λέει, «τον φίλο σου τον βρήκαν σε ένα μπορντέλο στην Κασμπά να μαχαιρώνεται
με 4-5 ντόπιους νταβατζήδες. Τρεις έστειλε στο νοσοκομείο. Φαντάσου, εκεί δεν
πάνε τα περίπολα, κι αυτός πήγε ολομόναχος και με στολή!»
«Είναι
καλά;» ρωτώ με αγωνία.
«Μερικές
γρατζουνιές στα χέρια. Φαντάσου, ο Λοχαγός ούτε καν τον τιμώρησε, το θεώρησε
άθλο. Μόνο παράσημο δεν του έδωσε», μου λέει γελώντας.
Προλάβαμε και μαζευτήκαμε, την ώρα που έπρεπε, στο τραίνο της
επιστροφής. Μπήκαμε μέσα, ταλαίπωροι, χτυπημένοι, άρρωστοι, άυπνοι, άφραγκοι,
και βρήκαμε και κάτσαμε στις ίδιες θέσεις που ήρθαμε. Κάπου στα μισά του
δρόμου, ο Κώστας είπε την πρώτη κουβέντα σε όλη την διαδρομή.
«Ξέρεις,
δεν πίστεψα και πολύ την ιστορία σου με τα αεροπλανικά σου κόλπα. Περισσότερο
ήρθα για να βρω αυτή την γκόμενα».
«Και
γιατί δεν είπες τίποτα ρε μαλάκα;»
«Τι να
έλεγα; Ήταν αυτή, που είχε γίνει τότε ο καυγάς με τον Γερμανό. Είχα μάθει πού
δούλευε κι όπως είδες, με ενδιέφερε πάρα πολύ».
Τι να του
πω; Εάν δεν τα παίξεις όλα για έναν έρωτα γιατί θα τα παίξεις;
«Καλά,
δεν φοβήθηκες να πας μόνος σου στην αραβική συνοικία;»
«Θα
έπαιρνα και εσένα, άλλα ήσουν λιώμα. Πόσες μπουκάλες κονιάκ μωρέ άδειασες;»
«Μακάρι
να ’ξερα». Τι σημασία είχε; Όλα είχαν μπει ξανά στη θέση τους. Επιστρέφαμε στη
βάση μας, εκεί που ήταν το σπίτι μας, στον μόνο τόπο που μπορούσε να ορίζεται
ως το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον μας.
*
Ούτε που το σκεφτόμασταν πια
το Οράν, ξεχάσαμε και τα σχέδια και τις σφαλιάρες, μπήκαμε ξανά στην μίζερη καθημερινότητα.
Τον Κώστα τον απέσπασαν στις κουζίνες, δεν είχε αναρρώσει εντελώς, είχε το
δάκτυλο ακόμα με αγκύλωση. Δεν περάσανε λίγες μέρες, του την ξαναπέφτει
ανώτερος. Πήγα να τον βρω στην κουζίνα, στην πόρτα να μπω ήμουν, και βλέπω μέσα
έναν νεαρό ανθυπολοχαγό. Είχε πάει για επιθεώρηση. Κάτι λέει του Κώστα, κάτι
του απαντάει αυτός και του δίνει μια ο Ανθυπολοχαγός, ένα τσάκ με το μικρό
μαστίγιο, το στικ. Πώς έγινε και βρέθηκε ο νεαρός αξιωματικός, μαζί με το
μαστιγιάκι του, ξάπλα ανάσκελος πάνω στα βρωμόνερα της λάτρας, δεν πρόλαβα
να καταλάβω. Ούτε κι ο ίδιος το κατάλαβε. «Δεν ξέρω πως γλίστρησα», είπε και
δεν έδωσε καμιά εξήγηση ούτε για το σχισμένο χείλι του ούτε για τα αίματα στα
ρούχα του. Το επεισόδιο έληξε εκεί. Προς τιμήν του βέβαια, αλλά από την άλλη,
και η βιαιοπραγία κατά κατωτέρου εξίσου αυστηρά απαγορεύεται.
Λίγο
καιρό μετά μας μετέθεσαν. Εμένα, στο 2ο Σύνταγμα Ξένων Πεζικού στη νότια
Αλγερία, στα σύνορα με Μαρόκο, και τον Κώστα στην αντίθετη μεριά, στο 5ο
Σύνταγμα Ξένων Πεζικού, στα σύνορα με Τυνησία. Ανταλλάζαμε γράμματα συχνά.
Λέγαμε τις νέα της ημέρας, τον πόνο μας, τα όνειρα, τις ελπίδες μας. Ο
ένας έδινε κουράγιο στον άλλον. Τα δικά του γράμματά ήταν η μόνη μου
αλληλογραφία.
Μια μέρα
το γράμμα μου γύρισε πίσω. Δεν χρειάστηκε να διαβάσω τις επίσημες σφραγίδες που
είχε πάνω ο φάκελος. Είχα καταλάβει. Πήγα στην άκρη του στρατώνα, εκεί που
είναι τα μνήματα του δικού μας νεκροταφείου, πήρα το γράμμα και το έσκισα χίλια
μικρά κομματάκια. Κι έμεινα ώρα πολύ, με το πρόσωπο σφηνωμένο πάνω στα
συρματοπλέγματα, να κλαίω το φίλο μου, το παλικάρι, τον αντάρτη, που δεν τον
φόβισε τίποτα ποτέ, να κλαίω για της ζωής του τα άδικο που τόσο πολύ μισούσε, μα πιο πολύ να κλαίω που σε εμένα, σε εμένα μόνο ήρθε ένα βράδυ να πει την αμαρτία του,
να ξομολογηθεί, κι εγώ δεν τον άκουσα.
ΑΧΑΡΙΣΤΗ
(Ώρα 3.30) Ένα παράπονο ακαθόριστο με πλημμυρίζει,
ένας απέραντος νταλγκάς μελώνει μέσα στο στέρνο μου και θέλω να χωθώ παιδί στο
καφενείο της γειτονιάς, εκεί που με έστελνε η μάνα μου για κρασί, τα χαμηλά
σκαλάκια και τα βαρέλια, πόθησα τους βαλαντωμένους ήχους των υπογείων να
σπάσουν τη σιωπή, πόθησα ένα αργό θλιμμένο ταξίμι, να μου σηκώσει τη πέτσα, μια
πενιά που να κλαίει στη γλώσσα μου, γιατί μόνο στη γλώσσα σου κλαις, μόνο στη
γλώσσα σου βρίζεις, μόνο στη γλώσσα σου χύνεις, μια πενιά λυπητερή, να αρπάξει
όλη τη θλίψη μου και να την κάνει τραγούδι, μια πενιά λυπητερή, να έρθει να
στάξει πάνω μου η πλάση, να γίνει ο ουρανός χοντρό ασήκωτο μολύβι, να έρθει να
με πλακώσει. Δεν ρώτησες τόσο καιρό για μένα, πώς πέρασα τρελή στην ξενιτιά.
Ζωγραφιά: Γιοκούς
Πού να το φανταζόταν ο αγαθός και θεοπάλαβος Λεγεωνάριος, πως 60 χρόνια μετά που άφισε το τομάρι του στην έρημο, κάποιος θα έγραφε την ιστορία του και κάποιος θα την διάβαζε χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του στο φινάλε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣκοτίστηκε, θα μου πεις.
(Είναι μια αθανασία τα γραπτά, αλλά κι' ένας τρόπος για να μένουν τα βάσανά μας στον αιώνα τον άπαντα που λέει ο λόγος και να μην αναπαυόμαστε εν ειρήνη ξεχασμένοι ποτέ...)