Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

Σπλατς



Βαρέθηκα· να ζούμε σαν αιώνιοι. Να ζούμε σαν βράχια, σαν γκρεμοί. Βαρέθηκα να είμαι δίπλα από το παραδίπλα, κάτω από το παρακάτω. Βαρέθηκα να ξεμένω από τσιγάρα, βαρέθηκα να καπνίζω. Βαρέθηκα, σκυμμένα κεφάλια, κλεμμένες ώρες. Βαρέθηκα να αφήνω για αύριο, να περιμένω αύριο, βαρέθηκα να υπάρχει αύριο. Βαρέθηκα τον άρρωστο ύπνο μου, βαρέθηκα τον περιφερόμενο ξύπνιο μου. Βαρέθηκα την ίδια διαδρομή, τι θα φάμε, άντε να τελειώνουμε, δεν γίνεται τίποτα, όλα καλά· βαρέθηκα τα λέμε, θα τα πούμε, μη πεις και πάθεις, μη πάθεις και μάθεις, βαρέθηκα τις τρύπιες μου τσέπες το απλήρωτό μου ρεύμα, τις άδειες τις παλάμες μου· βαρέθηκα σωρούς, σβηστούς ουρανούς, βαρέθηκα να αισθάνομαι, να αισθάνομαι, αισθάνομαι, βαρέθηκα να έχω δίκιο, να μην βρίσκω δίκιο, βαρέθηκα να κοροϊδευόμαστε, να κρυβόμαστε, να μην συναντιόμαστε. Βαρέθηκα. Να υπάρχει άλλο, να μην έρχεται το άλλο, να μην σμίγει, να μην καρπίζει, ό,τι αξίζει να μην αρχίζει· βαρέθηκα την ασχήμια· βαρέθηκα να βλέπω τοίχους, βαρέθηκα τις μαντεψιές, τα πονταρίσματα, τις αναλύσεις, βαρέθηκα τα αδιέξοδα, τα έξοδα, βαρέθηκα την εύθραυστή μου φύση, βαρέθηκα να αντέχω· να τρώω περισσεύματα, να μένω, να μην ίπταμαι, βαρέθηκα το τίποτα, βαρέθηκα δεν γίνεται, βαρέθηκα τα αντί, βαρέθηκα τα ψίχουλα, τα θα έρθει μα δεν θα έρθει, θα γίνει μα δεν θα γίνει, τα αδιάβατα, τα αδιάβαστα, τα δράματα, βαρέθηκα να στέκομαι, βαρέθηκα να πέφτω, βαρέθηκα το στρίμωγμα, τη μπάλα στο ποδάρι μου, την ίδια την σελίδα, ό,τι είμαι να μην είμαι· βαρέθηκα τη δίψα μου, βαρέθηκα να εξηγώ, πού να σου εξηγώ, τους κύκλους πάνω στους κύκλους, βαρέθηκα τα υποκατάστατα, τα αντίγραφα, το αρκέσου· θεωρίες εικασίες, αναλύσεις, εκτιμήσεις, τζάμπα κόπος, τζάμπα δρόμος, μονόδρομος· βαρέθηκα να θυμάμαι, βαρέθηκα να ξεχνάω, βαρέθηκα να προσπερνάω, βαρέθηκα να ψάχνω, να μη γελάω, να μην ακουμπάω, βαρέθηκα τη φάτσα μου, βαρέθηκα τα λόγια μου, βαρέθηκα τα πόδια μου· βαρέθηκα να ανάβω, να σβήνω, να μην αγγίζω, να λογαριάζω, να μην σε νοιάζω· βαρέθηκα τους φόβους μου, τους πόθους μου, τους ρόγχους μου· βαρέθηκα να βλέπω όσα δεν βλέπουν, βαρέθηκα να μην βλέπω την τύφλα μου, βαρέθηκα να σωπαίνω, να σωπαίνω, να σωπαίνω· να μην ζω, να μην μπορώ, να μην βαστώ, να μπορώ να μην μπορώ, να ’μαι λίγη, να ’μαι πολύ, να μην φτάνω, να φταίω, να χρωστάω, να μην ζητάω· βαρέθηκα τις πόρτες, τις φόλες, το κρυφτό, τα κατόπιν εορτής, τα χαραμισμένα, τα παραπεταμένα, τα μη βιωμένα· βαρέθηκα να αναμένω αναμμένο, καμένο, βαρέθηκα την ίδια πόλη, τα ίδια λόγια, τον ίδιο γδούπο· βαρέθηκα να λέω και τίποτα να μην λέω. Βαρέθηκα. Να μην αγναντεύω, να μη δραπετεύω, να μη τη παλεύω. Βαρέθηκα να μην πιστεύω.


Μαρ. Μαρκοπούλου

Κυριακή 12 Ιουνίου 2022

Τα κλειδιά


 


Τα κρατούσε στα χέρια τα κλειδιά η Κοχαρίκ. Ούτε μπόγους ούτε μπαγκάζια είχε, μόνο τα κλειδιά. Τα κλειδιά του σπιτιού της. Και από τότε που έφτασε, όσα χρόνια έζησε εδώ, πάντα πάνω της τα κουβαλούσε. Πάνω της κι όταν το ’47 ήρθε το σοβιετικό καράβι και από τον Πειραιά τους πήρε για το Μπατούμι. Και όταν το πλοίο πέρασε το στενό με τα ανάποδα ρεύματα, φανήκαν τα παράλια, η πόλη που γεννήθηκε, εκεί που ήταν το σπίτι της. Κι ήταν κι αυτή έξω, μαζί με όλους τους άλλους. Είδε τις στέγες να περνάνε αργά, τα τείχη, είδε το ταχυδρομείο, τον λόφο, τους μιναρέδες, τον δρόμο για το λιμάνι. Και έτσι όπως κοίταζε απο την κουπαστή, με τα μάτια κολλημένα στην ακτή, έβγαλε αυτά τα βαριά σιδερένια κλειδιά, τα κλειδιά του σπιτιού της, τα κλειδιά που δεν αποχωρίστηκε στιγμή από πάνω της 25 ολόκληρα χρόνια, και τα πέταξε στη θάλασσα.

Θεέ μου, πόση απελπισία!
Θεέ μου, πόση ελευθερία!


Μαρ. Μαρκοπούλου