Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

Εννιά βροχές

 

 







Φαρδιά γνώριμη γκρίζα ανηφόρα και το βουνό στο βάθος να ορθώνεται με τις κεραίες του, να περνά ο βοριάς ανάμεσα και να έρχεται ως τα κάτω με σπρωξιές. Νοέμβρης. Και ο φούρνος του Σαμπάτ με το μαύρο ψωμί, κλειστός. Αποδώ περνούσαν κομβόι κάρα φορτωμένα με τα εποχής, μπορεί και ο υπερσιβηρικός, τον έβλεπες να ξεμακραίνει ώσπου να γίνεται κουκίδα εδώ πιο κάτω ο σταθμός, και χίλια βήματα μακριά το μέγα αλεξικέραυνο∙ ακόμα απέναντι το καφενείο μες στη κάπνα, σταγόνες στα τζάμια κι όξω να στροβιλίζονται χώμα χαρτιά και φύλλα. Τέτοιο καιρό ανοίγει το πέρασμα, κανείς δεν ξαναγυρίζει ίδιος. Τι να σου γράψω; Ένα παγκάκι όλολο η προκυμαία, το μούσκεψε η βροχή, μα πιο πολύ τα μέσα είναι που νοτίζονται έτσι όπως φαίνεται καθαρά η μεθόριος∙ και να, ο δρόμος στρωμένος με πέτρα σκούρα να γυαλίζει και να, σπαρτά στις άκρες του κι όλα να βουλιάζουν, κι όλα να αφήνονται, κι όλα ξανά άγραφα, ξανά από την αρχή. Βαριά βαλκάνια, πιπέρια καυτερά. Γυρνάνε οι υαλοκαθαριστήρες σαν τρελοί. Σου στέλνω φωτογραφία ένα πεσμένο φύλλο. Μόνο για να φτιάξει αυτό το χρώμα γι’ αυτό φθινοπώριασε.



Μαρ. Μαρκοπούλου

 




Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022

Το σπασμένο μπουκάλι


 

Τα πλήθη δεν ήταν κριτήριο, μαζεύονται μόλις μυρίζονταν αίμα. Μα εδώ το παιχνίδι είχε χοντρύνει. Ποιος κόβει το κεφάλι του λοιπόν; Εδώ, στοιχηματίστε. Ποιος είναι σίγουρος; Και πέρασε αυτή, χαμογελαστή και ευθυτενής κι είπε, αστεία πράματα, εγώ το κόβω. Και ακούμπησε λαιμό μακρύ και κάτασπρο στον πάγκο του χασάπη, να δείξει λίγο πώς γίνεται, πόσο απλούστατα απλό είναι, να ξέρουν και οι άλλοι. Έχουμε λοιπόν μια τολμηρή, έχουμε μια σίγουρη. Ορίστε κυρίες και κύριοι, θαυμάστε την εμπιστοσύνη που εσείς δεν είχατε, εσείς που δεν κόβετε το κεφάλι σας ποτέ, θαυμάστε την σιγουριά. Και χαμογελούσε αυτή, περήφανη και ντροπαλή συνάμα, χαμογελούσε ακόμα και σαν είδε τη λάμα να κατεβαίνει, και τότε ακόμα, «αποκλείεται» ήθελε να φωνάξει, «μα όχι, κάνετε λάθος», να ουρλιάξει. Ποιο λάθος; Λάθος ήταν οι 113 μέρες εκείνης της χρονιάς· η ακονισμένη λάμα είναι αλάνθαστη. Και πρόλαβε, πρόλαβε και άκουσε το Ωωω θαυμαστικό του πλήθους, πρόλαβε και άκουσε και τον ήχο του κεφαλιού της που έπεφτε μες στο καλάθι, και πρόλαβε κι είδε, μια στιγμή πριν την κόψει η παγωμένη λεπίδα, πρόλαβε και είδε τα χαμηλωμένα μάτια. Και τι να έκανε; Πήρε το κομμένο της κεφάλι, πέρασε ανάμεσα από τα χάχανα, κι έφυγε πηδώντας από το παράθυρο. Και κουτρουβαλιάστηκε πέφτοντας, αλλά πήγαινε. Δεν ήξερε πού, αλλά πήγαινε. Δεν ήξερε, γιατί ο δρόμος δεν ήταν δρόμος, ούτε το σπίτι σπίτι, και ούτε γυναίκες περπατούν αλαφιασμένες με το κεφάλι τους παραμάσχαλα η ώρα 4 το πρωί. Και τι μάθαμε λοιπόν; Είδατε που είχαμε δίκιο; Καλά κάνανε οι υπόλοιποι. Ποια εμπιστοσύνη; Ας γελάσει ξανά το πλήθος. Δείξτε τους λίγο αυτό το νούμερο: Εμπιστοσύνη θα πει να είσαι τυφλός-έχεις δοκιμάσει να περπατήσεις με κλειστά τα μάτια;-να σε παίρνει ένα χέρι και εσύ να το αφήνεις να σε στρίβει, να σε περνάει πόρτες, δρομάκια, ρυάκια, αυτό θα πει, να σε ανεβάζει σκαλιά, να σε κατεβάζει γκρεμούς και εσύ να αφήνεσαι, να τρέχεις με κλειστά μάτια και να μη φοβάσαι, ναι, αυτό θα πει. Και εδώ τι απεδείχθη σε αυτή την εκκωφαντική ακύρωση; Σιγά τα ωά. Να μην βαδίζουμε με κλειστά τα μάτια, να μην αφήνουμε το χέρι του άλλου να μας πάει στο γκρεμό. Μα θα ήταν πολύ απλό να τέλειωνε έτσι η δακρύβρεχτη ιστορία μας. Και πόσο άσχημο φινάλε για όλες τις ωραίες λέξεις να κατακρημνίζονται και μαζί με αυτές να γκρεμοτσακίζεται κι αυτός που χαμήλωσε τα μάτια. Γιατί έτσι γίνανε τα πράγματα, ενεός χάσκοντας στάθηκε μπροστά στον αποκεφαλισμό, λούστηκε πατόκορφα από το αίμα, αίμα πηχτό πετάχτηκε μες στο ανοιχτό του στόμα, ασχήμυνε το πλήθος που κακάριζε· μήπως το ήξερε πώς ήταν το χέρι που οδηγούσε σε γκρεμό; Το ’ξερε, πώς δεν το ’ξερε, δική του ιδέα ήταν. Δική του ιδέα και το γυάλινο μπουκάλι η ζωή τους, η ψυχή τους, μη σπάσει ήταν η μόνη του έγνοια. Και το κράταγε, το φύλαγε. Και αυτό βέβαια δεν έσπαγε, οπότε πάει να πει ότι δεν είναι και τόσο εύθραυστο. Αχ, και το άφησε, και διάφορα πειράματα έκανε από τύχη ή όχι, π.χ. το πάτησε και δεν έσπασε, του έπεσε και δεν έσπασε, μήπως αν περάσει ένα κάρο από πάνω του αντέξει ακόμα; Και ναι, η σωστή ιστορία θα έβαζε εδώ την Θεία Δίκη να του κουνάει το δάχτυλο, το σωστό δίδαγμα θα σταμάταγε εδώ, γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμωρία από την απόγνωση του ανδρός που νιώθει την αμετάκλητη μαλακία του. Και θα ήταν ευχαριστημένο το νόημα με την απελπισία του, πόσο απαρηγόρητο, να ’σαι το χέρι που οδηγούσε και πρόδωσες. Αυτή η δυστυχία του έπρεπε, που πήγαινε γάντι με την δυστυχία του κομμένου κεφαλιού που περιφερόταν στους δρόμους ως φάντασμα. Αυτό θα ήταν ένα άξιο τέλος της ιστορίας μας. Αλλά δεν ήταν αυτό. Γιατί οι λυπητερές ιστορίες, κυρίες και κύριοι, βρίθουν εγωισμών και οι παραλλαγές στο προβλεπόμενο είναι η δοκιμασία των χαμένων να αναμετρηθούν με τις λέξεις, γιατί συγκλονιστικότερο κι απ’ τη νέμεση, ακόμα και απ’ τη μοίρα, συγκλονιστικότερη ακόμα λέξη, έννοια άγνωστη και ιερή, είναι η συγχώρεση. Καταπληκτικό; Γιατί αν θες να παίζεις έξω από κάδρο, έξω από το όριο θα αισθάνεσαι. Γιατί μέχρι και η θεία δίκη αναγνωρίζει την ειλικρινή μεταμέλεια και πάει στην άκρη. Και οι άνθρωποι έκπληκτοι σπάνε ένα νήμα που δεν ήξεραν ότι υπήρχε. Και οι δυο δυστυχισμένοι μπορούν να κλάψουν ο καθείς στην αγκαλιά του άλλου και από τα δάκρυα να γεμίσει το μπουκάλι, άλλο μπουκάλι, ας πάει στο γκρεμό μόνο το σπασμένο μπουκάλι. Και ω, τι μεγαλειώδες φινάλε. Τι δίδαγμα ηθικό, τι υπέρβαση! Αυτό ήταν; Αμ δε. Κι η μνήμη; Τι θα κάνεις με την μνήμη; Συγχώρεση, κι ας θες, νομίζεις πως μπορείς; Που πάει να πει, ποτέ μη το σκεφτείς ξανά, ποτέ ούτε εφιάλτης πριν πέσεις να κοιμηθείς, ποτέ για αυτό λέξη να μην ξαναπείς. Αυτό σημαίνει. Και αν δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, τότε μην κάνεις τίποτα. Και άι παράτα μας. Και παρακάτω δεν πάει. Κρατήστε τους τυφλούς, τους χασάπηδες, το έγκλημα, την τιμωρία, κι όλο το μετά. Είναι αλήθεια, συμβαίνει· για τους ατζαμήδες και τους αδαείς, καμία φορά χρειάζεται ένα ταξίδι στις ρουφήχτρες να δικαιώσει τα γνώριμα νερά. Αλλά τι κρίμα, πάνω εκεί στην δικαίωση, μπορεί και να πνιγούν.

 Πνιγήκανε; 


 Μαρ. Μαρ.