Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

Τα συγχαρητήρια μου στον σκηνοθέτη




Η Ζωή κερνάει όποτε κάνει κέφι
σε καθίζει κάτω και φέρνει το μπουκάλι
Κει που δεν κουνιέται φύλλο 
φυσάει ένας άνεμος και σου παίρνει τη στέγη
τα ρούχα, το κεφάλι
Δεν έχει «δεν είμαι έτοιμος» και άλλα φαιδρά
Ας ήσουν
σου τα 'χε ψιθυρίσει όλα
λίγο να σώπαινες θα τ’ άκουγες
Αλί και τρισαλί
βγάζει ποτήρια και σε κοιτά κατάματα
Για έλα τώρα να μας πεις -σου λέει
Για έλα να μας πεις πόσο αίμα είχαν οι λέξεις σου
και τέλος πάντων
όταν έλεγες ο πυρετός να δικαιώνει την ύπαρξη
τι ακριβώς εννοούσες;
Χαμογελά κι ανοίγει το μπουκάλι 
βάζει να παίζει και ένα παλιό λαϊκό
(σιγά μη σε ρωτήσει διψάς-δε διψάς)
Εβίβα, σου λέει
Τσιμουδιά εσύ
χτυπάς τα δάχτυλα στον ρυθμό πάνω στο τραπέζι
παίρνουν τα μαλλιά σου τρεις καιροί μαζί 
Τι να της πεις;
Όταν η Ζωή κερνά
σηκώνεις το ποτήρι και το πίνεις
Το πίνεις ως την τελευταία σταγόνα
Πόσοι νομίζεις αξιώθηκαν 
ένα τέτοιο μεθύσι; 

Μαρ. Μαρκοπούλου




Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

Όπως πάει ο δρόμος

 

Κανείς δεν ήθελε να ανεβαίνει στα μέρη μας τέτοιες ώρες. Σε όλο το δρόμο έψαχνε το ραδιόφωνο, γυρνούσε την ροδέλα, μισά τραγούδια, αρχινισμένα λόγια, τ’ άφηνε λίγο, κάτι μουρμούραγε και άντε πάλι. Εγώ στο πίσω κάθισμα, κολλημένη στην πόρτα, τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρο, κακό ξενύχτι και επέστρεφα. Τη μισή πόλη διασχίσαμε, κουβέντα δεν αλλάξαμε. Ό,τι είχε γυρίσει την ταρίφα απο διπλή σε μονή, στην διασταύρωση πριν το σπίτι ήμασταν, 5 η ώρα, το είπε το ραδιόφωνο, παύση μικρή και ύστερα οι πρώτες νότες. Έστρεψα ενστικτωδώς το κεφάλι, μη τ΄αλλάξεις τώρα, είπα μέσα μου, μια στιγμή κοιταχτήκαμε μέσα από τον καθρέφτη, τότε συνεννοηθήκαμε, πού πάμε μου έκανε, όπως πάει ο δρόμος του είπα και πήρε ανάσα βαθιά, λες κι έδωσα το σύνθημα για να το δυναμώσει. Περάσαμε έξω από το σπίτι, δε με ρώτησε πού είμαστε, δεν του απάντησα φτάσαμε, τον άφησα να πηγαίνει, ήταν ξημέρωμα και ήμασταν στους δρόμους, ένα ταξί στην ερημιά με την μουσική στο τέρμα, Για μένα έπαιζε, για τον ταξιτζή, για το φορτηγό στη διασταύρωση και τον γέρο στο μηχανάκι που ανταμώσαμε πιο κάτω, από όλη τη πολιτεία, μόνο εμείς ξέραμε πως τώρα τραγουδάει η Μπέλλου. Κατέβηκα όταν τέλειωσε το τραγούδι, 2-3 χιλιόμετρα πιο πάνω. Αυτός συνέχισε για το βουνό, εγώ πήρα την κατηφόρα πίσω με τα πόδια μες στην αγριάδα. Όλη μου η νύχτα η χαραμισμένη είχε θριαμβευτικά κερδηθεί πίσω.