Σάββατο 1 Ιουλίου 2023

Τον είδα

   


 


Μπορεί και να διασταυρωθήκαμε μεσοτοιχία στο αεροδρόμιο, τότε που μοιραζόταν την ίδια πίστα ανατολικό με δυτικό∙ τόσα ξεπροβοδίσματα και τόσα σμιξίματα, είχε ποτίσει ο αέρας μια κάπνα κίτρινη, με έπαιρνε από την στροφή το χτυποκάρδι∙ φαντάσου πόσο δίπλωσε τούτο το ρολό που χώρεσε τρακόσια έτη φωτός και εξηνταπέντε σκότους, χώρεσε όστρακα και φρούτα ώριμα και σέπια φρεσκοτυπωμένη∙ μια οκτάβα πιο ψηλά και σε πετάει έξω ο δρόμος.

Ίσως να ήταν και πιο πριν, πριν πάρουν φωτιά οι πόρτες μαζί με τις κάσες τους, πριν χυθεί το σίδερο που σφυριά-σφυριά έγινε αναρριχητικό στη καγκελόπορτα∙ κι ας λέει αυτός για το υπόγειο μπουντρούμι, απ’ τη ταράτσα του φαίνεται όλος ο ελαιώνας, κι ακόμα ο κυματισμός, οι αναταράξεις και οι στρόβιλοι, χτυπάς με το ραβδί το χώμα και αντηχεί κλαγγή, πετάρισμα φτερών∙ λένε πως εκεί πάνω στήθηκε πρώτη φορά χορός αντικρυστός, όμοιος με βαλς των γερανών.

Τον έχω πετύχει σίγουρα και πιο πριν, στο ακριανό τραπέζι του καφέ Λα Γκαρ, κι απέξω γυναίκες με τις κάπες στους ώμους, μόλις να αχνοφαίνεται η φιγούρα τους στο τζάμι, πανίσχυρες και ανεπαρκείς σαν ηρωίδες του Τσέχωφ∙ κι απέξω άντρες με τραγιάσκες παίζουν ζάρια γύρω από το βαρέλι και φτύνουν τη γη. Και εκεί τον έχω συναντήσει. Στον μέλανα δρυμό. Με τσεκούρι στα χέρια. Όπως κόβονται τα ήπατα.

Το λέω, γιατί χρειάστηκε το πρώτο βλέμμα για να τον αναγνωρίσω. Στο ένα πεζοδρόμιο αυτός και στο άλλο απέναντι εγώ, να κοιταζόμαστε σαν πίνακας ακίνητοι. Περνούσαν αμέριμνα τριαξονικά και λεωφορεία της γραμμής, μικροί μουσκεμένοι ερωδιοί, ριπές αέρα∙ νομίζεις ότι έχεις καραμέλα στο στόμα, μια γεναριάτικη λιακάδα στη θάλασσα. Είπα θα μείνει εκεί∙ μα διέσχισε.

Ξέρω ότι μπήκε νύχτα με φεγγάρι, σακίδιο στον ώμο, ψευτοκούτσαινε από το αριστερό, να με ρωτήσει για το δρόμο ή ίσως τον ρώτησα εγώ, δεν είμαι σίγουρη∙ μπερδεύονται οι αντίλαλοι μες στο λαβύρινθο. Γιατί έτσι είναι χτισμένα τα τείχη σε αυτή την πόλη, σα χοχλιός, να χάνεται ο ξένος∙ κι εγώ δεν ήξερα, παρά αυτό που λέγανε οι παλιοί, κι οι παλιοί ρωτήσανε τους πιο παλιούς: να ακολουθάς τα νερά τα βρόχινα, ανάντη τη μια, κατάντη την άλλη∙ το τρίξιμο της κλειδαριάς μόνο άκουσα∙ όσο κάνει να ψηθεί στο καμινέτο ο καφές, τόσο ήθελε από τη σκουριά να βγει μελάνι, μακρινός καλπασμός που όλο πλησιάζει. Όσα δεν ειπώθηκαν, εκείνα τα πίστεψα πιο πολύ.

Βαθιά αυγή φλεγόντουσαν του βοδιού τα κέρατα∙ βγήκαν στο δρόμο οι μουσικοί, αργή πομπή, πόρτες ανοίγανε∙ ώσπου να φτάσουνε στο τρίστρατο, γύρισε πάλι η μέρα. Κι έγινα ον μικρό, που δεν ορίζει ούτε ορίζεται, παραδουνάβια πόλη αρχές φθινοπώρου∙ ήμουν εκεί, και καρφί και πέταλο∙ να μου παίξει στ’ αυτί μια θλιμμένη λα ώσπου να στάξει η πέτρα. Και τι να πρωτοθυμηθώ; Σε κάθε επιστροφή καινούργιους άθλους και ακροβατικά. Και τι να πω στην μάνα του; Ένα χωράφι το στήθος μου, οπλές και σπαρτά∙ εγώ μια τέχνη έμαθα, να λύνω κόμπους, να ακολουθώ το νήμα, ό,τι είπα είναι ό,τι είδα. Και πήγαινα πάνω από τη γέφυρα όλο δυτικά κι αυτά σκεφτόμουν, με τον ήλιο να με στραβώνει όλο το κόκκινο, κι εκεί παράβλαψα εκείνο που λέγανε οι παλιοί: Λύκο είδες; Σ’ είδε πρώτος.


Μαρ. Μαρ.