Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

36αρι Κοντακ

 









Υπήρξε καιρός που βγάζαμε φωτογραφίες χωρίς να ξέρουμε τι έχουμε τραβήξει. Έπρεπε να τις πάμε στον Τόνι ή στον Ζώρζ να μας τις εμφανίσει, για να θυμηθούμε τι είχε μέσα εκείνο το καρούλι. Μέναμε ακίνητοι για μια στιγμή στον χρόνο και συμπτωματικά ή όχι, αποτυπώναμε το τέλος εποχής, τα περάσματα, τις διασταυρώσεις, την τελευταία σελίδα,

το τελευταίο πάρτι ας πούμε, που ήταν και το μόνο αποκριάτικο που κάναμε ποτέ,

εκείνο που αφήσαμε όλη νύχτα το τραπεζομάντηλο μουσκεμένο στο ρούμι και καταστρέψαμε για πάντα το παλιό ξύλινο τραπέζι.

Που μαζευτήκαμε όλοι, όλοι οι φίλοι, κι οι φίλοι των φίλων που ήταν φίλοι, κι όλοι οι γνωστοί, και οι γνωστοί των γνωστών που ήταν γνωστοί, όπως συνέβαινε σε κάθε αξιοπρεπές πάρτι.

Εκείνο το βράδυ που φράκαρε η πόρτα του δωματίου μου κι όταν την ξεφρακάραμε ο Νίκος με την Δέσποινα ήταν πλέον ζευγάρι, κι είναι μαζί ακόμα,

που γρατζουνίστηκε βάναυσα το Love you Live από ένα παραπάτημα,

που ο Γιώργος φωτογραφήθηκε με ένα αναμμένο μπουρί και ταμπελάκι κατάδικου,

που ο Ντ.Γκ. μπήκε φρεσκοκουρεμένος αλλά βγήκε με τα παλιά του μαλλιά,

εκείνο το βράδυ που αντικριστήκαν πρώτη φορά η Ντίνα βαμμένη κλόουν με τον δεν-θυμάμαι-πώς-τον-λένε ντυμένο θείτσα και ερωτεύτηκαν παράφορα,

που η Γαλλικού ήταν ακόμα με τον Σωκράτη και ο Σωκράτης ζούσε,

που ο Ιβάν γαύγιζε παραπονέμενος στην αυλή και ο Ιβάν ζούσε,

που η Εύη έπεσε τέζα και έχασε όλο το πάρτι,

που ήρθε η αγγλιδούλα του Ντίνου πριν ρίξει μαύρη πέτρα,

που ήρθε κι η ξαδέλφη του Στ. κι έφυγε άρον άρον,

που η Μπέσυ δεν είχε φύγει για τον Καναδά,

που η Κέλλυ δεν είχε φύγει για Θεσσαλονίκη,

που ο Κώστας δεν είχε φύγει για Κύπρο,

που ο Νίκος δεν είχε φύγει για το μοναστήρι,

που το Στρουμπάκι δεν τα είχε ξαναφτιάξει με τον Περικλή,

που η Ειρήνη έκανε παρέα με την Μάχη,

που ο Στέλιος να τα ΄χε ακόμα μαζί της;

Ένας κόσμος ολόκληρος στο 36άρι καρούλι της κόντακ, με το μαύρο κουτάκι, που είχε χίλιες δυο χρήσεις, 

όπως να αποθηκεύουμε σπόρια,

και που το φιλμ το δίναμε στον φωτογράφο μπορεί μετά από μήνες,

αλλά παίρναμε πίσω τον φάκελο με ανυπομονησία,

και κοιτάγαμε τις φωτογραφίες λαίμαργα,

καμιά φορά περπατώντας ακόμα,

τις περνάγαμε από χέρι σε χέρι να μαζέψουν δαχτυλιές,

βλέπαμε τα αρνητικά κόντρα στο φως και ξανατυπώναμε

χωρίς να έχουμε καταλάβει

ότι συμπτωματικά ή όχι

είχαμε αποτυπώσει

τα περάσματα

τις διασταυρώσεις

την τελευταία σελίδα

το τελευταίο βλέμμα

το τέλος εποχής

χωρίς τελικά δεκάρα να δίνουμε

αν συμπτωματικά ή όχι

υπήρξε καιρός

εποχές ολόκληρες

που δεν επιβεβαιώθηκαν

από ούτε μια φωτογραφία


Μαρ. Μαρ.