Τη
τελευταία φορά που βρέθηκα σε αυτή την θάλασσα είχε κατέβει ο ορίζοντας δυο
πόντους, όσο χωράει να φαγωθεί φτερούγα γερακιού και να ξεφύγει, ένα κλαδί
φρεσκοκομμένο να πέσει στη κουβέρτα. Και είχαν ήδη μπει τα στοιχήματα ως προς
την ώρα, τη θέση και τον ήχο, με τη σιγουριά που ερμηνεύει την ιστορία αυτός
που την έγραψε ή με μια αλλόκοτη πίστη στα καιρικά φαινόμενα από την άλλη: στεριά ήταν μπροστά. Κι είχα
τόση δίψα που λιμπίστηκα γιαρμά λευκόσαρκο και γινωμένο σε καύσωνα του Ιούλη, να
μου στάξει η δαγκωματιά ως τον λαιμό∙ καλώς την, έξω από τα τείχη, έξω από την πόρτα, στον
δρόμο κάτω∙ αδιάφορη μου ήταν κι η θαυμαστή οχύρωση και τα σπασμένα γυαλιά, και
τα βραχώδη όρη σε οριακή ευστάθεια, και φυλές
εξαδάχτυλες με το ένα μάτι στη διόπτρα, με δώδεκα δέρματα κάτω από το δέρμα: απέβλεπα
σε υπόγεια νερά∙ καλώς την, μου είπαν, σε αυτά τα εδάφη μόνο σμύριδα φυτρώνει.
Τη
τελευταία φορά που πέρασα αυτή τη θάλασσα είχε κυλήσει ο ορίζοντας δυο πόντους,
πάει να πει ελευθερία όσο πιάνει το μάτι, κι απάτη είναι αλήθεια αυτό που
βλέπει το μάτι για ορίζοντα, κι η ασημόσκονη στο κύμα τα πρωινά κι αυτή απάτη,
κι όλα τα χρώματα που παίρνει το νερό κάτω από σύννεφο απογευματινό, κι η όψη
μου ολόγυμνη με φόντο όρμο ανατολικό, κι η
αόρατη κλωστή που διέτρεξε τον χώρο, κι αρκτικοί κύκλοι και οι μεσημβρινοί, όλα μια πλάνη του εγκεφάλου, κι η πλάνη,
όπως λειαίνεις τα σανίδια, εύκολα σου παίρνει δυο-τρία δάχτυλα∙ υπήρξα ή δεν
υπήρξα; Κι είπα δεν δίνω ούτε καρδιά ούτε και σώμα αν δεν καεί γουλιά γουλιά ο
ουρανίσκος μου, παράθυρα αν δεν δω στραμμένα προς τη θάλασσα, φάρα δική μου,
λαλιά που ξέρω∙ καλύτερα βουνό το πριονίδι.
Κι
ύστερα έκατσε ο ορίζοντας στο ύψος του, η γραμμή του κλάσματος το σύνορο: αριθμητής
τα πάνω - παρονομαστής τα κάτω∙ στην
ευθεία της τομής του λέγανε τελειώνει ο κόσμος∙ αν ήταν σκάλα ή γκρεμός δεν
κλήρωσε, πρέπει να είσαι πλάσμα με βράγχια ή φτερά για παραπέρα, έτσι και
αλλιώς πάνω σε αυτή την γραμμή ο καθένας ταξιδεύει θεομόναχος, αλφαδιάζει το
βλέμμα∙ το θέσφατο μέτρο σε γραπτή οδηγία: τι λογίζεται στεριά, τι πλιάτσικο, και τι άνεμος
ούριος∙ και το μέτρο στίχος, κι ο στίχος ρυθμός, κι ανάλογος ο λόγος, κι ο
λόγος η αρχή, και του λόγου το αληθές.
Μου χρωστάς μια πηγή
Ένας ανάποδος καθρέφτης
η θάλασσα ανάμεσα μας
Σκαρί εγώ αμφοτερόπλωρο
κι εσύ πόλη αλίμενη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου