Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

Θέρος τρύγος πόλεμος

 


Όλα μου τα καλοκαίρια ξέμενα σε μια βδομάδα σκάρτη, ξερολιθιά και αγκάθια, στης ρόδας την κάτω πλευρά, στου χρόνου το ίσιωμα, κι όλο μου το βασίλειο για έναν ίσκιο παχύ· σ’ έχω μαζί μου από τότε, το νερό ξέρει, όταν δεν βρίσκει δρόμο τον φτιάχνει, μα εσένα εδώ ήταν το λημέρι σου, κοιλιά που έπλεες πριν γεννηθείς, και εγώ η μόνη που μπορούσα να σε συναγωνιστώ στα μακροβούτια, από δω ως εκεί με μία αναπνοή, τότε γίναμε φίλοι, τότε κοιταχτήκαμε· όλα μου τα καλοκαίρια φωτογραφίες με χρώμα και τηλεφωνήματα από γκρίζες συσκευές, φακίδες και ώμοι καμένοι σαν τους τουρίστες· έχω πάει στη σπηλιά σου είπα, και εσύ βάλθηκες να με ξεναγήσεις στα βαθιά.

Όλα μου τα καλοκαίρια μια υπόσχεση που έκανα τάχα πως πιστεύω, σε μια ταράτσα, με το διπλανό μπαρ να σείεται, σβησμένα ημερολόγια, και εσύ ήσουν άντρας ήδη, με φλέβες έτοιμες, ήξερες πόσες απλωτές ως το απέναντι νησί, είχες κάνει κιόλας τη μισή διαδρομή στον πρώτο σου πνιγμό, μόνο στο πέσιμο από τον γκρεμό σε κέρδιζα, εξ ου τόσα κομμάτια ενωμένα με ραφές, τόσα γαζιά πάνω στο δέρμα κι αυτή η ωραία πληγή στο γόνατο, σαν χάρτης είναι, είπες και γέλασες· όλα μου τα καλοκαίρια μια παύση σε ένα παράφωνο σονέτο, πάνω σε αυτό τον χάρτη μου ’κλεινες ραντεβού· θα έρθει καιρός για να βρεθούμε σε παγοθραυστικά κι ιστιοφόρα, κι ήταν ποτάμι, φαράγγι σκοτεινό ανάμεσα από δυο στεριές, ήταν δροσιά και κάψα στην ίδια ανάσα· όλα μου τα καλοκαίρια μια οφθαλμαπάτη διψασμένου οδοιπόρου, μια άλλη φορά, ίσως η επόμενη φορά, δεν είναι ακόμα η ώρα· έβρισκα τον τόπο, έχανα τη μέρα, έβρισκα τη μέρα, έχανα τον χάρτη.

Όλα μου τα καλοκαίρια λείπεις, εκτός από αυτά που λιώσανε σε άσπρα κολλαριστά σεντόνια, κρεβάτια κολλημένα, πόσοι κύκλοι για να εμφανιστώ τυχαία μπροστά σου, των κήπων οι μοσχοβολιές, τραγούδια και γέλια μεθυσμένων κάτω από το παράθυρο· όλα μου τα καλοκαίρια δυο χέρια που με κρατάνε πίσω, να καταβρέχω τις πλάκες με το λάστιχο, μια πάνινη καρέκλα προς τον νότο, ρέμβη γατιών, πηλός, και εσύ ηλιοψημένος και άτρωτος, να ξύνεις με το σουγιαδάκι σου σπαθιά και ακόντια· κάθε που σ΄ αποχαιρετούσα τα έβαζα μαζί σου, τόσα όπλα πάνω σου και δεν έδωσες μια να κόψεις σύρριζα τον κόμπο.

Όλα μου τα καλοκαίρια μια απειλή, μου είπανε πως με σπείρανε αρόδου, κι εγώ σε έρημη παραλιακή, καταμεσίς στον Αύγουστο πήγα και γεννήθηκα, με μιαν ανώδυνη βιάση, μη τυχόν και ενοχλήσω το ξημέρωμα·  όλα μου τα καλοκαίρια μια βρεγμένη σελίδα, κλεμμένα σύκα στο λιοπύρι· κι ύστερα πάλι από την αρχή, με τα ίδια μέλη άλλο κορμί, το χέρι σου πάντα πιο μαύρο από το δικό μου.

Όλα μου τα καλοκαίρια φεγγάρια ατρύγητα, ώσπου πάψαν να ξανθαίνουν τα μαλλιά μου, τέρμα οι μάχες, υποκύψαμε στα τραύματά μας, μια ασβεστωμένη αυλή, περιβόλια ανυπόμονα με πορτοκαλιές, δεν χορταίνουν τα μάτια μου ορίζοντα, χαγιάτια και τοίχοι πέτρινοι· μα όχι ακόμα, δεν ήρθε η ώρα.

Όλα μου τα καλοκαίρια ένα  χρέος κακοπληρωτή που μέχρι και τα τεφτέρια το βαρέθηκαν και του το χάρισαν, κι ούτε πανί ούτε κουπί ας μη μας φέρει· στου μπάτη αεροπλάνα φεύγανε πάνω από τα κεφάλια μας, στάχια στο στόμα και μάρμαρο στο μάγουλο, όλα μου τα καλοκαίρια στο επαναλαμβανόμενο άντε να περάσει, σκάγανε δυναμίτες δίπλα μας και μέναμε όρθιοι· ας φύγουν όλοι, την αγαπώ την άδεια πόλη, τράβα λίγο την κουρτίνα μη μας βλέπουν, όλα αυτά τα κελαηδίσματα στο δέντρο μόλις πάει να βραδιάσει, μου παίρνουν το μυαλό.

Όλα μου τα καλοκαίρια αλάτι στην πληγή, ένα παραλίγο που δεν με νοιάζει πια, να αιωρούμαι ανάσκελη του ουρανού κατέναντι, να επιπλέω στου νερού την επιφάνεια σαν τον εσταυρωμένο, τα χέρια ανοιχτά, τα μάτια κλειστά, ο ήλιος, ο ήλιος εκείνη την ώρα είναι το πιο πύρινο κόκκινο, το βλέπεις πίσω από τα βλέφαρα σου, σχεδόν το πιάνεις· όλα μου τα καλοκαίρια αυτή η αιωνιότητα, κι αυτή η αιωνιότητα αρκεί· άχρονη και άγραφη του παραδίνομαι, αιτούμαι χάρη και μου δίνεται.

Ας περιμένουν όλα τα πέλαγα τα αναρμένιστα, κι όσους διάττοντες αστέρες δεν πρόλαβα, με μάγευε η τροχιά τους για αυτό έχανα τις ευχές, και τι να πρωτοευχηθώ, όσα έρθουν κι όσα πάνε, ίσα βάρκα ίσα γιαλό· όλα μου τα καλοκαίρια μια ώρα που δεν ήρθε, έτσι κι αλλιώς μόνο παρόν είχαν τα καλοκαίρια, που αργοκύλαγε τα μεσημέρια στο εκκωφαντικό νανούρισμα των τζιτζικιών· τώρα είναι η ώρα, τώρα όλοι οι καρποί για φάγωμα, και εσύ θα έρχεσαι, μια ζωή από την αρχή θα συναντιόμαστε· τώρα θα τα πω, τώρα μου ήρθαν, ποτέ δεν σε φώναξα με το όνομα σου, ποτέ δεν σε είπα όπως σε λένε, αφού το εσύ καλύπτει τα πάντα, κι έτσι αναγνωριζόμαστε, γιατί ανθρώπους εγχάρακτους αγάπησα· όχι ακόμα, λίγο ακόμα, περίμενε λίγο ξαναλές, κι έχεις πάντα δίκιο, γιατί ξέρεις όλων των καραβιών την ίσαλο γραμμή, των ματιών μου την αρχέγονη δίψα, ξέρεις κι από ποια πλευρά κοιμάμαι όσο λείπεις, μα στην πραγματικότητα δεν ξέρεις ούτε την παλάμη του χεριού σου· κάθε φορά που με αγγίζεις, νομίζεις πως παραμένει ίδια.


Μαριάνθη Μαρκοπούλου