Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Κηπάριο


(Λεπτομερής Αφήγηση)




ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΝΟΣ ΚΟΦΙΝΟΥ:
Θύσανος
Χορδή τόξου 
Εργαλεία υποδηματοποιού
Μέγα αλεξιβρόχιο
Πράσινο χρώμα
Ρωγμή
Χυμός εκ σταφυλών
Μικρό δρέπανον
Γυροσκόπιο
Ταριχευτήριο σαρδελλών
Κέλτικη γλώσσα
Κουβαρίστρα
Σωρός λευκών νεφών
Τοπιναμπούρ
Ζωή κραιπαλώδης
Ομοκεντρία
Πυράκτωση
Επαλληλία
Αϋλοφροσύνη
Καρύκευμα
Άνθρωπος αγαπών την ερημίαν
Εύχυμος
Ηλιοκαής
Λοφωτός
Πυρόχρους
Πριονίσιμος
Πετροφυής
Διατάραξη λιμνοθάλασσας
Αμεριμνησία
Εποχή αλατοπαραγωγής
Υπερακριβώς
Πρωτόλειο
Θεματοφύλαξ
Ωτακουστής
Αυτοφυής
Ελευθεριάζων
Ριγών
Ζων κατ΄ αγέλας
Πυρετωδώς
Διακλαδώ
Επιβιβάζομαι επί πλοίου
Πρωτοξείδιο του αζώτου
Τρίβω μεταξύ των δακτύλων
Εκθηλύνω
Λαβή
Αυτοστιγμεί
Αρπαγή δια του στόματος
Ψηφίδωση
Πατινάδα
Υπερύψωση
Προσκόλληση επί της γλώσσας
Ειρμός
Κουρκουμπίνι
Ερυθροβαφές
Ανορθώ τας τρίχας
Τεταρτημόριο
Αμειψισπορά
Πύραυνος
Παράφορος ευθυμία
Ανυψώνω μεγαλοφώνως
Καθιστώ εύφλεκτον
Επιδαψιλεύω
Αναγλύφω
Απογεύομαι
Πληρώ
Ο δυνάμενος σωθείτω
Πλέω μεταξύ δυο ακρωτηρίων
Ζυμωσιμότις
Επαλληλία
Μουσικότις
Διακαώς
Βαθμιαίως
Ολολυγή
Διαπνοή
Εκχέω
Μέθεξις

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Για ένα κεφάλι αλόγου









Μπορντώ 1950



Έμπαινε το καλοκαιράκι, η σχολική χρονιά σε λίγο θα τέλειωνε, μόνο μερικά μαθήματα μένανε και τους είχε πιάσει όλους μια απροσδιόριστη ανυπομονησία. Ένα απόγευμα τους φώναξε ο Ζανό. Είχε φέρει ένα ολοκαίνουργιο ραδιόφωνο με «εκπληκτική μουσικότητα». Τρέξανε να το δουν, μέχρι και η γιατρίνα πήγε, μαζευτήκανε γύρω από το τραπέζι σκυμμένοι πάνω από το ξύλινο κουτί. Ο Ζανό γύρισε απαλά το κουμπί, ανάψαν τα φωτάκια του, παράσιτα, βόμβοι, ομιλίες, μουσική, έψαχνε κάτι καλό να ακούσουν, κυλούσε τη κόκκινη βελόνα με ακρίβεια χιλιοστού πίσω από το τζαμάκι, πίσω από αριθμούς και πόλεις Lisboa, Bari, Tunis, Istanboul, παράσιτα, ομιλίες, ξανά μουσική. «Άστο εκεί», κάποιος είπε, ο Κάρλος Γκαρντέλ τραγουδούσε το Por una cabeza, και ο Ζανό το έβαλε πιο δυνατά, έπιασε ο Μαρκό την Κλέρ από την μέση, έπιασε και ο Ζανό την γιατρίνα και αρχίσαν να χορεύουν, έτσι, χωρίς κουβέντα, λες και είχανε από πριν συνεννοηθεί, λες και ήταν ό,τι πιο φυσικό μπορούσε να κάνει κανείς ακούγοντας ένα τανγκό.
Έβγαινε η μουσική από τα ανοιχτά παράθυρα, έφτανε στο πίσω στενό, στους πάνω ορόφους, στα μέσα δωμάτια, και αυτοί στροβιλίζονταν, μια συγχορδία από χέρια, σκέλια, γοφούς και ώμους, μια συγχορδία από μπαντονεόν και βήματα πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Και για μια στιγμή η Κλέρ άφησε τα χείλη της να ακουμπήσουν ανεπαίσθητα στο μάγουλο του, και αυτός την έσφιξε πιο δυνατά, και εκεί, την κρίσιμη εκείνη στιγμή που ποιος ξέρει τι θα γινότανε, που χορεύανε λες και δεν υπήρχε κανείς δίπλα τους, αφοσιωμένοι ολότελα στο σημείο που άγγιζαν τα μάγουλα τους, ένα κλαπ με αντίλαλο, ένα ηχηρότατο σκαμπίλι, έσκισε βάναυσα στα δυο τη σκηνή.  
«Τι έγινε;» ρωτήσαν και οι δυο σχεδόν ταυτόχρονα.
Ο Ζανό κρατούσε το αριστερό του μάγουλο και η γιατρίνα έβγαινε από το δωμάτιο με θυμωμένα βήματα. Η μουσική είχε τελειώσει. Ο εκφωνητής κάτι έλεγε για τον καιρό. Η ωραία εορτή είχε λήξει το ίδιο ξαφνικά όπως άρχισε.





 Marco Messini (απόσπασμα)

Μαρ. Μαρκοπούλου  

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

Αδάμ ενεός



Είχαν στήσει ένα ταβερνείο σε ένα ερημονήσι. Οι δυο τους. Είχαν δική τους ακρογιαλιά, νόστιμα φαγητά, φίλους να τους επισκέπτονται, επισκέπτες που γινόντουσαν φίλοι, σπιτάκι να τους χωράει όλους και βάρκα να πηγαίνουν απέναντι, στους πολλούς. Κι ήταν και ερωτευμένοι. «Μπράβο σας» του είπε η δημοσιογράφος, «έχετε φτιάξει έναν μικρό παράδεισο». «Ω, ναι, κάπως έτσι» και έλαμψαν τα μάτια του. «Και τώρα, ποιο είναι το επόμενο σας σχέδιο;» τον ρώτησε. Και πάει το χαμόγελο, σβήστηκε η λάμψη, σκίστηκε η φωτογραφία. Ήταν κάτι που δεν το είχε προβλέψει. Έπρεπε λοιπόν να υπάρχει και σχέδιο στους παράδεισους;


Μαρ. Μαρ. 

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019



Αυτή του έδειχνε την καταγωγή του κόσμου και αυτός νόμιζε πως έβλεπε μια πληγή



*Εικόνα: *Χαρακτικό του Charles Eisen στο The Devil of Pope-Fig Island, σε κάποια έκδοση από τους μύθους του Jean de La Fontaine (η συγκεκριμένη ιστορία καταγράφεται πρώτα στον Γαργαντούα και Πανταγκρυέλ του Ραμπελαί)

Μεροκάματα



Στην αυλή μας παίζονται καθημερινά παιχνίδια ζωής και θανάτου. Όταν κοιμάται ο σκύλος, οι γάτοι πάνε και κλέβουν τα αποφάγια του. Το σούρουπο, ποντίκια περνούν τη μάντρα κάτω από την μύτη των γατιών. Σκουλήκια, γυμνοσάλιαγκες, σκαθάρια ψαχουλεύουν τη γη όσο τα κοτσύφια ρεμβάζουν στα κλαδιά. Πού και πού βρίσκουμε διάφορα πτώματα μισοφαγωμένα. Τώρα τελευταία έρχεται ένας κοκκινολαίμης, έτοιμος κι αυτός να ρισκάρει την ζωή του για να βγάλει το ψωμί του. Η αυλή μας είναι μόνο τρεις δρασκελιές για τα δίποδα. Τον κοκκινολαίμη τον ονόμασα Λέμη. Κοιταζόμαστε πίσω από το τζάμι. Δεν βιάζεται, δεν φοβάται. Κάνει την βόλτα του, τσιμπά κάτι από το χώμα και φεύγει. Θα με έχει για μεγάλο κορόιδο έτσι όπως με βλέπει να μοχθώ για το μεροκάματο.



Να πηγαίνουμε προς τα πίσω, να απαλειφθούν τα δεδομένα μας, να ξεχάσουμε. Να ξεφτιλίσουμε τις λέξεις, να διαβάλουμε τις έννοιες, να συκοφαντήσουμε ιδέες, να παραποιήσουμε ντοκουμέντα Να δούμε το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια μας, να γίνουμε ο δίχως στον ήλιο μοίρα, ο πένητας, εμείς πριν την τιμή μας, η παρακμή της αυτοκρατορίας, ο δίχως έλεος αιώνας, τα πέτρινα χρόνια. Να μας διοικούν παράφρονες μονάρχες, σάχηδες, στρατηγοί, μεσαιωνικοί παπάδες, κοινοί εγκληματίες, να μας νουθετούν προπολεμικοί δικτάτορες, δοσίλογοι, βυζαντινοί συνωμότες. Να ανακριθούμε από την ιερά εξέταση, να καταδικαστούμε σε λιντσάρισμα, να πεινάσουμε, να φυλακιστούμε σε μπουντρούμια, να γλείψουμε πατώματα, να κατρακυλήσουμε ξέφρενα στην διατίμηση της δικής μας ζωής, να μας επισημανθεί απερίφραστα ότι η ζωή δεν μας ανήκει, να γίνουμε πάλι ρες, μάζα, υποτακτικοί, είλωτες, φορτίο σε καράβι, εμπόρευμα στο πάγκο, υπήκοοι, να καούμε ζωντανοί.
Όχι, απλώς όχι.

Λήψη 3η



Το μπαρ του τραίνου, περνάς τρία βαγόνια κοιμισμένους και το βρίσκεις. Ανοίγεις την βαριά πόρτα και αντί για τους τροχούς στο μέταλλο, ακούς το ποια νύχτα σε έκλεψε. Ο μπάρμαν, με ατσαλάκωτο λευκό πουκάμισο και παπιγιόν, πλένει ποτήρια σκυφτός. Πίσω του ράφια· κάτι πατατάκια και μπισκότα σκόρπια και στη μέση ένα Μεταξά 5άρι. Έχει και τρία σκαμπό. Τα δυο είναι άδεια. Καθόμαστε. Στο τρίτο, ένας τριανταπεντάρης με μακριά μαλλιά και τσιμπιδάκια με στρας, τυλιγμένος στο παλτό του. Με τον αγκώνα στο πάγκο, στηρίζει στη παλάμη το κεφάλι, με το άλλο χέρι παίζει τα βαμμένα νύχια του στον καπλαμά. Δίπλα του, γερμένος στην κολόνα, ένας συνταξιούχος χασμουριέται όρθιος. Το τραγούδι τελειώνει και μπαίνει ακόμα πιο δυνατά το επόμενο, όλα δικά σου μάτια μου. Περνάει ένας ελεγκτής και καλημερίζει. Η φωνή του καλύπτεται από τους στίχους, πάνω στο «ξύπνησες ήλιε αποβροχάρη μου». Αντικαλημερίζουμε με ένα νεύμα. Ο μπάρμαν του χαμογελά λες και κέρδισε στοίχημα. Καφές σκέτος σε χάρτινο φλιτζάνι, χειρότερος από καραβίσιο. Τον πίνουμε σαν βάλσαμο. Γραμμή Θεσσαλονίκη – Αλεξανδρούπολη. Το τραίνο πάει, έξω από το παράθυρο κάπου στο βάθος ξημερώνει. Λήψη 3η, πλάνο πίσω από το τζάμι.
Ιανουάριος 2018.  
Καλά που δεν κοιμήθηκα.



Μαρ. Μαρ. 





Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Αλλού αυτά Μεσιέ Κουρμπέ



Αίσχος, δείξανε τον νεκρό νεκρό
αίσχος, μας κάνανε να κοιτάξουμε
και είδαμε τον νεκρό νεκρό
δίπλα μας
στην κάσα
στο πεζοδρόμιο
σε καρότσα φορτηγού
νομίζαμε πως κοιμόταν αλλά ήταν νεκρός
νεκρός σπαρταριστός – 
τι αίσχος!
δεν δεχόμεθα νεκρούς εδώ
προδίδουν τις αρχές μας
θάψτε τον κάτω από χαλί 
γυρίστε από την άλλη το βλέμμα
φτύστε τον κόρφο σας
χαρείτε την οθόνη
χορτάστε απομίμηση νεκρών 
χορτάστε ζωντανούς νεκρούς 
χορτάστε αθανασία

Μου θυμίζει εκείνη την έκθεση 
όπου όλοι τρέξανε να θαυμάσουν 
την Καταγωγή του Κόσμου
να στέκει με όλες τις τιμές στον τοίχο 
μα όταν πήγε και στήθηκε από κάτω 
γυναίκα ζωντανή 
και τους έδειξε το δικό της αληθινό αιδοίο 
πάλι αίσχος
ξανά – αίσχος φωνάξαν.

Μαρ. Μαρ. 


Κόπιτσα




Το να εγκολπώνεσαι δεν είναι υποδεέστερο του να εισχωρείς.
Ίσα-ίσα, έχει μια άλλη μεγαλοσύνη να μπορείς να δέχεσαι
τον άλλον σπίτι σου, δεν είσαι μουσαφίρης.
Ποιος τολμά να αμφισβητήσει την περηφάνια της γης, μόνο
και μόνο γιατί αυλακώνεται για να σπαρθεί;
Γιατί τόση κομπορρημοσύνη για ένα ντούρο άκρο, αφού χωρίς
μια κοιλότητα για να εισέλθει είναι σαν ορφανό που ψάχνει
απεγνωσμένα αγκαλιά;
Τότε γιατί τόση δόξα στο «γαμάω»
Και τόση ντροπή στο «γαμιέμαι»;
Τί κατόρθωμα κάνει το έμβολο, ποια η μαγκιά του πολιορκητικού
κριού όταν απλώς διαβαίνει την ανοιχτή σχισμή;
Υπάρχει κάποιος λόγος που θα πρέπει να επαίρεται η βίδα
και όχι το παξιμάδι;
Και στο κάτω-κάτω, για να ενωθείς θηλυκώνεις, δεν σερνικώνεις.
Πώς θα μπορούσαμε να κουμπώσουμε με ίδια μέλη;


7/3/2014
Μαρ. Μαρκοπούλου