Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Της σκόνης

 


Αιγυπτιακή φαγεντιανή, σάρδιος λίθος, κεχριμπάρι∙ ότι ήμουν, λέει, φρουρός στη βάρδια 2-6 νυχτερινή και σκόνη, σκόνη παχιά και ακίνητη, και ξύλο ακακίας και ξύλο ροδιάς να τα τρώει σαράκι πεινασμένο, ξέφτι να κρέμονται οι γωνίες∙ θεματοφύλακας ήμουν, σκυφτή πάνω σε γραμματοσειρές, αντιγραφέας σε μεσαιωνικό μοναστήρι∙ οξείδια και βάραθρα, κορμοί χωρίς σκέλη, και πηλός, πηλός καστανός, λινέλαιο και Λημνία γη, να πέφτει το μισοσκόταδο πάνω στα τυπογραφικά∙ Λιέγη, Λειψία, Λουτέσια.

 
Στο διπλανό δωμάτιο γρίπες ακονίζουν τα νύχια στις κορνίζες, σαρώνει ο αέρας χαρτιά και ζάρια, ό,τι δεν πρόλαβε να συμβεί προβάλλεται σε μια μπομπίνα 8 χιλ. της κόντακ∙ εδώ μείνανε μόνο τα πειστήρια, ίχνη καύσης, φαιά ουσία, η λατύπη, αιχμαλωτίστηκε η εικόνα σε χαρτί ιαπωνικό, ξαποσταίνει σε αυτοκρατορική μούχλα, βαυκαλίζεται δερματόδετη σε αριθμημένα αντίτυπα∙ ακόμα με τη γλώσσα γεύομαι το μέταλλο, φτάνει το ρυθμικό φρρτ-φρρτ-φρρτ από δίπλα, ανεμίζει η άκρη του φιλμ εσαεί, κανείς δεν κλείνει τον φακό, ένα στρογγυλό φως πάνω στον τοίχο, 

  

Και πιο πάνω, στη μεγάλη ανηφόρα αδειάσαν τα μπαούλα, δαντέλες τριών γενιών, κοφτά μαζί με τα ασπρόρουχα, και πίσω από αυτές κι άλλων τριών, και πιο πίσω ακόμα ο ίδιος γρίφος: πώς να χωρέσεις πέταλα από 40 λογιών βοτάνια μέσα σε μια δαχτυλήθρα.  Και άι, άιιιι, άι μόνο∙  αχνό, συρόμενο, άι, άι, άιιιι∙ σιγανά, αργό, τραγουδιστό. Κατάδικος ήμουν σε ανήλιαγο κελί, δυο βήματα και κοπανάς σε τοίχο, χτισμένα παράθυρα, σανίδια στις πόρτες και σκόνη, σαν χώμα αρχαίο άπετρο αφυδατωμένο, έπαιρνα ανάσα και ήρθε και κάθισε όλη μέσα μου, έφτασε μέχρι κάτω, στον πάτο της λίμνης μου, κι όλα ακίνητα κάτω από το σεντόνι της, ίσως για αυτό τόση ανάγκη για καπνό, κάτι να διαταράξει τέτοια βάθη, να κάνει την σκόνη να χορέψει∙ το κόσμημα του κόσμου ασυλλάβιστο και εγώ σάρκα λευκή σε σκλαβοπάζαρο.

 

Το παραδέχομαι, αν τα πράγματα τα αφήσεις, βάζει το χέρι του ο άνεμος, σμήνη πουλιών, οι αράχνες, προκύπτουν στρώσεις απρόβλεπτες, και εδώ κάτω ζητάνε θεό τροχονόμο, λες και δεν αρκεί το χάος και η μεταμόρφωση. Μα δεν γαληνεύει, μάτια μου, ο φόβος∙ μόνο τρύπες ανοίγει πιο βαθιές, κατρακυλάς σε αιωνιότητες διαδρόμων και καταπακτών, σου φορτώνονται για πεπρωμένο κάτι μισόλογα, στήνεις τις πρόκες στις βιτρίνες, ούτε μοναξιά δεν σε προφταίνει. Κόντρα στο φως οι ανοιχτές στροφές, κράματα ευγενικά, λες και αλλάζει θέση ο άξονας της γης, ο ρυθμός ήταν οι όρχεις του χρόνου, η μεταμόρφωση ήταν όλη η ιστορία, κάνεις μια με το δάχτυλο και τα πάντα αποκτούν χρώμα, χάντρες και σύμβολα, χρυσά ελάσματα,  βουκράνια, φυλαχτά, κοπτικές κλωστές, κόκκινο morocco, μετάξια από τα παραθαλάσσια της Ερυθραίας, καλειδοσκόπια, στερεοσκόπια, περισκόπια, ένας μικρός επιτραπέζιος τροχός -σου πετάν σε μια γωνία ένα στρωσίδι, αν πέσεις πάνω του να κοιμηθείς βλέπεις στον ύπνο σου τη γιατρειά σου.

 


1 σχόλιο:

  1. Το παραδέχομαι, αν τα πράγματα τα αφήσεις, βάζει το χέρι του ο άνεμος, σμήνη πουλιών, οι αράχνες, προκύπτουν στρώσεις απρόβλεπτες, και εδώ κάτω ζητάνε θεό τροχονόμο, λες και δεν αρκεί το χάος και η μεταμόρφωση. Μα δεν γαληνεύει, μάτια μου, ο φόβος∙ μόνο τρύπες ανοίγει πιο βαθιές, κατρακυλάς σε αιωνιότητες διαδρόμων και καταπακτών, σου φορτώνονται για πεπρωμένο κάτι μισόλογα, στήνεις τις πρόκες στις βιτρίνες, ούτε μοναξιά δεν σε προφταίνει. Κόντρα στο φως οι ανοιχτές στροφές, κράματα ευγενικά, λες και αλλάζει θέση ο άξονας της γης, ο ρυθμός ήταν οι όρχεις του χρόνου, η μεταμόρφωση ήταν όλη η ιστορία, κάνεις μια με το δάχτυλο και τα πάντα αποκτούν χρώμα, χάντρες και σύμβολα, χρυσά ελάσματα, βουκράνια, φυλαχτά, κοπτικές κλωστές, κόκκινο morocco, μετάξια από τα παραθαλάσσια της Ερυθραίας, καλειδοσκόπια, στερεοσκόπια, περισκόπια, ένας μικρός επιτραπέζιος τροχός -σου πετάν σε μια γωνία ένα στρωσίδι, αν πέσεις πάνω του να κοιμηθείς βλέπεις στον ύπνο σου τη γιατρειά σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή