Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Πρωινό φθινοπώρου του 1368


 


Είδα τον διάολο στον ύπνο μου
να μου κολλά το πρόσωπο του στο δικό μου
είχε λέει γενέθλια κι ήρθε να με καλέσει
τρόμαξα τόσο που ήθελα να φωνάξω
μα φωνή δεν έβγαινε
τρόμαξα τόσο που ήθελα να τρέξω μακριά
μα είχα παραλύσει
υπήρχε μια λέξη μαγική που θα τον έδιωχνε 
μια λέξη που δεν μπορούσα να θυμηθώ
το ήξερα υπήρχε
ήταν η λέξη που γεννούσε όλες τις λέξεις
ήταν η λέξη που γέννησε κι εμένα
κι αυτή που θα με πάρει
μα δεν την έβρισκα
κι αυτός στρώθηκε σταυροπόδι
να μου εξιστορεί τις λεπτομέρειες
τι θα φάμε, τι θα πιούμε, ποιους έχει καλέσει
να βάλω τα καλά μου, είπε, θα είναι όλη η Μόσχα εκεί
να φέρω και τον γάτο μου, μην έρθω ασυνόδευτη
κι ώσπου τη φρίκη μου να συμμαζέψω
έσκαβα από τα στήθη μου ως τον πάτο της κοιλιάς μου
έσκαβα ένα μουρμουρητό από λόγια ακατανόητα
έσκαβα με τα χέρια για να βρω 
γιατί τον είδα, λέω
να ροκανίζει τους κυνόδοντες
βατράχια να ξερνά το πούρο του ρουφά
τον λαιμό μου ακουμπά ψιθυριστά μιλά
Αλλά είναι κότα
κότα λειράτη
μόλις βρήκε ρυθμό η ανάσα μου
τα μάζεψε κι έφυγε
Γιατί την λέξη την ξέρω 
κι ας μη την ξέρω

 Μαρ. Μαρκοπούλου

*ζωγραφιά: Άτιτλο, Mark Rothko, 1969 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου