Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

Μόνο να πατήσει κάπου η ρόδα


Αν έπεφτα πάνω σε τοίχο με τόση φόρα που είχα πάρει, το σίγουρο είναι ότι θα γκρεμιζόταν ο τοίχος και θα περνούσα  από μέσα του, αλλά εδώ ήταν τσιμεντόδρομος που μόνο ανεβαίνει, και το γκάζι μούγκριζε και σάλευε μισό βήμα το δευτερόλεπτο ο τροχός∙ πριν προλάβει να φέρει τη στροφή έχει φύγει το γαρμπίλι, έχουν κατρακυλήσει στ’ αυλάκι πέτρες και γκωνάρια, σπάνε τα ρείθρα, φεύγει ο δρόμος, πίσω δεν έχει να γυρίσεις. Και πάνω εκεί ήμουν κρεμασμένη, στο έλεος των μονοδρόμων, να σπιρουνίζω στα πλευρά τριάντα τρείς τετράδες άλογα κι όλα τους να αρνούνται∙ μια παρακάλι - μια διαταγή, μια τρυφεράδα - μια απειλή, ένα εκατοστό πιο πάνω, ένα βήμα παραπέρα, μόνο  να πατήσει κάπου η ρόδα∙ σε τέτοια κλίση μόνο εν κινήσει στέκεσαι. Και πάνω εκεί, στη μεγάλη ανηφόρα, όπως στα μύρια του κακού, σε μια ακατάπαυστη βροχή, στη πιο βροντώδη κατολίσθηση, σε εγκαταλείπει  τ’ αμάξι, σβήνουν όλες στο κινητό οι επαφές, και το δεξί σου μάτι το αετήσιο, σα να μην βλέπει καλά∙ ούτε η ιστορία στέκει, ούτε η πλοκή.

Στο τέλος καταλήγεις να ανεβαίνεις μαρμάρινα σκαλιά στο μισοσκόταδο. Με τα γόνατα. Σώμα βαρύ να σέρνεις πάνω στη σκληράδα τους, το στήθος να ισιώνει στις γωνίες. Ώσπου να φανεί  τι αχνοφέγγει στο πλατύσκαλο, έχει λιώσει όλο το μέταλλο, κλειδιά και κέρματα στο ρήγμα, όλα στραβά κι όλα αιχμηρά∙ για μια στιγμή στη κόψη μπαλαντζάρω: ή να φτάσω δρασκελιές ως το μεδούλι ή μη μου έρθει και ανακατευτώ ξανά με τους ανθρώπους. Και ράγισε τότε μέσα μου βαρύ πελοποννήσιο μοιρολόι∙ θα άνοιγα μια φλέβα αν έφτανε για να τα σβήσουμε όλα, θα έκοβα διπλό γαζί στο δέρμα να το ξαναπάρουμε από την αρχή. Ήρθα εδώ, το μάγουλο στο μάρμαρο, σα χρησμός σκίζει τον δείκτη  μια χορδή∙ χορδή από τόξο ή από βιολί δεν μαρτυρά.

Και ευθύς ανοίχτηκε, καβάλησα κορφή, κάπνιζε ξέπνοο και στραπατσαρισμένο το όχημα, μα πήγαινε∙ ένα εκατοστό πιο εκεί, ένα βήμα παραπέρα∙ φανήκαν από τους καθρέφτες φευγαλέα χίλια φωτάκια να μακραίνουν μες στη νύχτα. Αυτός ήταν ο δρόμος για να περάσουμε, μια τρίχα χρόνου που κόπηκε στη μέση και στη μέση ξανά, κι από τις άκρες σ’ άλλες άκρες να μοιράζεται, σαν ομοβροντία κεραυνών σε νύχτα θεοσκότεινη, σαν δέντρο φυλλοβόλο Νοέμβρη μήνα, ή τις αρτηρίες μου γυμνές σε μάθημα ανατομίας. Κι όπως αφήνεις πίσω σου τους μιλιοδείκτες ούτε αρχή ξεχωρίζει ούτε τέλος, σ’ ανάστροφη κλίμακα ισορρόπησαν οι αποστάσεις. Δεν είναι ο δρόμος αυτό που σκίζεται πίσω, ένα ποτάμι με  τους παραποτάμους του είναι. Νόμιζα πως για να βγω έπρεπε να περάσω από μέσα του. Πόσο λάθος. Αυτό έπρεπε να με διασχίσει.      


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου