Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Ομφάλιος λώρος


Την μάνα μου την έχασα λίγο πριν κλείσω τα 16, κι ας ζει ακόμα, κοντά 40 χρόνια τώρα, κι ας έχουμε κοπανήσει από τότε χίλιες φορές τις πόρτες και χίλιες μια ανοίξει τα παράθυρα, και  ας έχουμε πετάξει 85 μαχαίρια και 47 τσεκούρια σε θώρακες και πλάτες, στις ξύλινες κάσες, εγώ κείνη τη νύχτα την έχασα, που γύρισα σε ένα σπίτι που έπλεε μεσοπέλαγα, στο τέρμα της λεωφόρου. Κι ήταν παντζούρια κλειστά, κι ο διάδρομος γεμάτος ρύζια χυμένα, κάτουρα και εμετούς σκύλων∙ και έκατσα χάμω με τη πλάτη στο ντουλάπι και αγκαλιά τα γόνατα. Τα πράγματα συμβαίνουν. Συνήθως αναγγέλλονται. Γιατί έχει ήχο ο ίλιγγος, βουητό, μα πιο πολύ λέξεις που ξαμολιούνται στον λαβύρινθο και πέφτει νεκρό το ακουστικό, μπλοκάρει το γρανάζι, στομώνει αλλά σε πάει, σε πάει σαν παγωμένο ρεύμα, κι εσύ παραδόξως πας ολόσωστα. Πίσω σου, στη φτέρνα πάνω, το δόντι που μασουλά το πάτωμα, το οργώνει, ώσπου στο τέλος σκίζεται σαν φύλλο χαρτί. Ακούς το χρατς την ίδια στιγμή που ακούς και την ερώτηση: Την αναγνωρίζετε; Σάρκα της σάρκας, κύτταρο περιπλανώμενο και τρίχα τυλιγμένη. Κοίταξα, γιατί έπρεπε να απαντήσω. Κοίταξα όλο το μωβ, την ακατανόητη μάσκα, και είπα αυτή είναι, μάλλον έγνεψα με το κεφάλι, γιατί εκεί μέσα υπήρχε σιωπή και μισοσκόταδο και οι λέξεις πέφτανε βαριές. Από το σώμα την αναγνώρισα. Από την ελιά στο γόνατο, που κληρονόμησα∙ και πάντα αντιπαθούσα. Από το περίεργο μικρό της στήθος με τις ανάποδες ρώγες∙ για αυτό δεν θήλασα ποτέ. Κι ούτε σεντόνι∙ στημένο έκθεμα μετά τα αποκαλυπτήρια. Μετριόταν ο χρόνος παλίνδρομα μέσα από ένα σωληνάκι και γύρω οι θεατές, να μιλάνε συνωμοτικά, να ρίχνουν αμήχανες ματιές. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει, λες και είχε αποκτήσει μια ιερότητα από την αίθουσα ως τη μαρμάρινη στριφογυριστή σκάλα που στα σκαλιά της κάθισα, λες κι ήξερα ότι είχαν χαθεί μέσα σε εκείνη την τρύπα, στάλα στάλα και εκθέσεις και ταμπλό, και πανό και αφίσες και ντεκορασιόν και αυτό το καμαρωτό βήμα, και κιθάρες και χούλαχουπ κι όλες αυτές οι άγνωστες λέξεις, και οι ολόχαζες απορίες, και το βαρύ ασήμι στα χέρια, και η ζώνη που έσπασε από τα πολλά γέλια, και το σίδερο, ο πηλός και το λινέλαιο, ανοίγει μια τρύπα και φεύγουν, εξαφανίζονται, σκορπίστηκε το μπόι, και η ματιά του κόσμου, και άδειασε η μνήμη κι όλα τα ρίγη, και οι προ Χριστού χάντρες, κι ο διυλισμένος κώνωπας∙ αχ και οι αδικημένοι, οι αδύναμοι, οι αθώοι∙ η μπαλάντζα που ποτέ δεν ισορρόπησε, και οι τόποι, οι πόλεις οι μακρινές, σβήστηκε το αιγυπτιακό τυρκουάζ από τα βλέφαρα, το δεσποινάκι που αποκήρυξε το όνομα του και μπήκε ανάποδα στην κυκλική Ομόνοια, κι εκδρομές, και περιηγήσεις, και αλλεπάλληλοι ενθουσιασμοί, και αποτυχημένα φαγητά και η σκάλα που βγάζει στο ταβάνι και οι εμμονές, η πεισματική σιωπή και ο θαυμασμός, και αύριο μια άλλη μέρα, κι όξω η θλίψη, όξω οι βροχές, όξω το σκότος και η μαυρίλα, όξω όλοι, μια χαρά είμαστε και μόνοι, πάει, μαδήθηκε έγειρε η μυρτιά, κλαράκι και έσπασε. Και όλοι είπανε πως θα αδειάσει πια τελείως, θα στραγγίξει ολότελα, ίχνος της δεν μείνει. Μα κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, έζησε. Και βήμα-βήμα επανερχόταν πίσω. Και της έκαναν και αυτηνής την ίδια ερώτηση. Την αναγνωρίζετε; Με κοίταξε, εσύ είσαι από την Ανατολή είπε, και γύρισε από την άλλη. Με αυτές τις λέξεις ακριβώς. Κανένα σημάδι δεν βρήκε πάνω μου. Τίποτα δεν της θύμισα. Κι αυτή ήταν η πρώτη ρήξη. Και ας νόμιζα ότι γεννήθηκα με τον λώρο κομμένο μέσα από την κοιλιά ακόμα. Κι ύστερα, αφού μίλησε, άρχισε να περπατάει. Να ψαχουλεύει. Βρήκε τη φωτογραφία του αγαπημένου της μες στο μενταγιόν της και είπε πως έχωσα εγώ εκείνον τον άγνωστο εκεί. Κι ύστερα τρίτωσε το κακό. Ήρθε μια μέρα και μου έφερε μια καράφα ληγμένο γάλα. Δεν το δίνω στα σκυλιά μου είπε, πιες το εσύ μη πάει χαμένο. Έκτοτε τελεσιδίκησε. Από κει και μπρος με έστειλαν επίσημα στο μέτωπο, να την βγάλω όπως μπορώ στο βασίλειο της ασυναρτησίας. Σύμμαχο να μην έχω. Κάποιες φορές έλεγα ότι εκείνους τους μήνες σε εκείνο το κρεβάτι, μου την άλλαξαν, και φέρανε αυτό το πλάσμα πίσω. Για αυτό σου λέω, και ας ζει ακόμα, εγώ την μάνα μου στα 15 μου την έχασα.

Όλα πήραν το δρόμο τους φαίνεται τότε. Όλα ξετυλίχθηκαν με έναν τρόπο ευφάνταστο, να φτάσουμε μια μέρα ως εδώ. Εδώ που κι αυτό το υπόλειμμα ξαναχάνεται. Χάνεται για δεύτερη φορά. Σύντομα θα υπάρξει και η τρίτη, η οριστική. Τώρα γυρνάμε πάλι εκεί, στης νέας της ζωής τις πρώτες μέρες, τότε που έλεγε ότι είμαι από την Ανατολή. Τώρα τρώει τις σαρδέλες ολόκληρες με τα κόκκαλα και την ουρά. Νομίζει ότι είναι αδελφή μου και με φωνάζει Ελένη, νομίζει ότι είναι παιδί μου και με φωνάζει μαμά. Και μου ζητάει φαΐ, συνέχεια μου ζητάει φαΐ. Τώρα έρχεται και ρωτάει από πού ήρθαμε, πότε θα φύγουμε, ποια είμαι εγώ, πού είναι οι άλλοι. Αν ήμουν πάντα εγώ ή έγινα μόλις τώρα. Συχνά μου έρχεται να γελάσω. Φαντάζομαι την παχιά λευκή ομίχλη στο κεφάλι της και ξέρω ότι κρατάω στα χέρια μου όλη την ιστορία. Μπορώ να της αλλάξω όλο το παρελθόν. Να της πω ότι ο γιός της π.χ. θα έρθει την Κυριακή για φαγητό με την γυναίκα του και τα εγγόνια της, ότι ζητάνε τα κεραμικά της σε μια έκθεση στην Μάλαγα, ότι ο άντρας της πετάχτηκε στο περίπτερο, ότι είμαστε σε διακοπές, ήρθε γράμμα από την μάνα της, θα ρθούν τον άλλο μήνα. Μπορώ να αλλάξω όλες τις ενοχλητικές της ερωτήσεις, πού πήγε αυτός ο κύριος που έμενε εδώ, με ποιόν τα έχω κάνει αυτά τα παιδιά, ονόματα που ξεθάβει, τι απέγινε αυτός, τι ο άλλος κλπ. κλπ. Να μην έχει για απαντήσεις, έχει πεθάνει, έχει φύγει, πάει, δεν υπάρχει, πού τον θυμήθηκες; Μα δεν το κάνω. Πιάνω ξανά την ιστορία από την αρχή. Σε τίτλους. Με ρωτάει αν ξέρω, δεν είχα μια κόρη κάποτε; Κι εγώ απαντάω ναι, την έχεις ακόμα, εγώ είμαι. Και τότε συγκινείται, θέλει να την αγκαλιάσει, αλλά δεν ξέρει το σώμα της πώς γίνεται. Ούτε και το δικό μου. Και τότε ψάχνω τι να πρωτοτακτοποιήσω, ψάχνω να βρω πού χάσαμε το νήμα έτσι δύσπιστα που με κοιτά, μάλλον μεγάλη της μοιάζω για κόρη, πώς να είναι έτσι ξαφνικά να με αντικρίζει, από πότε άραγε έχουμε να ιδωθούμε, πού υπάρχει πάνω μου αυτή που ψάχνει; Και κάτι ανέκραξε μέσα μου, ότι μάλλον έχουμε να ιδωθούμε από τότε, και σηκώθηκα, να πάω μέχρι την παλιά μου κάμαρα να δω αν πράγματι έχουμε μείνει εκεί, στον Οκτώβρη του ’83 κι εγώ είμαι λάθος στον χρόνο, τώρα που μπήκα στο συννεφένιο της παρόν, και να είμαι εγώ που επιστρέφω όνειρο από το πιο δυσοίωνο μέλλον. Γιατί μια σκέψη τρομερή μου σήκωσε τη πέτσα ανάποδα, πως εκείνο το κορίτσι το ’χουμε παρατήσει ακόμα εκεί, και πήρα και πέρασα όλο τον διάδρομο με τις κλειστές πόρτες να πάω να δω, πως εκείνο το κορίτσι που καθισμένο στο πάτωμα αγκάλιαζε τα λυγισμένα του πόδια, κείνο το πληγωμένο αγρίμι με το κεφάλι χωμένο στα γόνατα, δεν το παρηγόρησε κανείς, πως έμεινε εκεί, χάμω, με την πλάτη στο πορτοντούλαπο∙ τί κάνει τόσα χρόνια εκεί μέσα μόνη, συνέχισαν όλοι τον βίο τους  ατάραχοι, οι γείτονες δεν ήξεραν, οι επισκέπτες δεν έρχονταν αποδώ, οι του σπιτιού σιωπούσαν, τόσα χρόνια εκεί και κανείς δεν άνοιξε την πόρτα, ούτε καν εγώ, μια κουβέντα δεν της είπα, ούτε φαΐ ούτε νερό της πήγα. Και έφτασα απέξω, μισάνοιξα την πόρτα και στάθηκα. Όλα ήταν εκεί όπως τα άφησα∙ το ραδιόφωνο ακόμα ανοιχτό, το κρεβάτι ξέστρωτο, χαρτιά πεταμένα. Και την είδα. Φοράει ακόμα τα ίδια ρούχα, το  ξεσκισμένο τζην της και τη πλεκτή της μπλούζα, θυμάμαι ακόμα την υφή της. Και μπήκα κι έκατσα δίπλα της, στο πάτωμα και εγώ, με τα πόδια λυγισμένα, την πλάτη στο ντουλάπι, αγκαλιά τα γόνατα. Και ήταν νύχτα και το σπίτι έπλεε μεσοπέλαγα, με κλειστά παντζούρια, κι ο διάδρομος απέξω χυμένα ρύζια, κάτουρα και εμετούς σκύλων. Κι είχα τόσα χρόνια να τη δω, νόμιζα πώς μόνο δισυπόστατη υπήρξε, αλλά ήταν εκεί, όπως ούτε ο καθρέφτης δεν μου την είχε δείξει ποτέ, μόνο καθόταν στην ίδια θέση, ακίνητη στους αιώνες, απρόσιτη, θιγμένη, άι παρατήστε με, χωρίς ούτε δάκρυ να καταφέρνει να βγει. Και όπως την κοίταξα, πρώτη φορά την είδα από τόσο κοντά -μοιάζει λίγο στις κόρες μου, μοιάζω κι εγώ λίγο στην μάνα μου- έτσι μου ’ρθε, κοριτσάκι μου, της είπα, κι άπλωσα τα χέρια, μα αυτή ούτε που γύρισε να με κοιτάξει, αν έκλαιγε τουλάχιστον θα ήξερα το δρόμο∙ κι όλο μουρμούραγα συγνώμη, σχώρα με∙ και στάζανε τα μάτια μου, γιατί είχε και άλλο και το ξέρα∙ πώς να της πω πόσα έχει ακόμα παραπέρα∙ νομίζει πως αυτό είναι το μεγαλύτερο∙ πώς να της πω για τον οδοστρωτήρα που έρχεται∙ με τι ώμους να σηκώσει, τούτο το μικρό αλλοπαρμένο τις θύελλες που καιροφυλακτούν. Και μείναμε έτσι ώρα πολλή, η μια δίπλα στην άλλη. Και δεν έγινε τίποτα. Και την άφησα πάλι εκεί, στην ίδια θέση και σηκώθηκα να φύγω. Μόνο το παντζούρι ανέβασα, σαν ξημερώσει να μπει λιγάκι φως. Ξεθώριαζε η φιγούρα της, σαν να ξανάμπαινε σε φωτογραφία, καθώς έστριβα. Θα το πάμε μαζί, της είπα, τελευταία κουβέντα. Και μόνο τότε, γύρισε και με κοίταξε με αυτό το μισό της χαμόγελο που το κληρονόμησα. Κι έτσι, με τα μάτια μούσκεμα, επέστρεψα πίσω στο ανέφελο παρόν, βρήκα τη μάνα μου έξω από την πόρτα μου να με ψάχνει και της έβαλα φαΐ να φάει.

-Κι όμως θυμάμαι, κείνο το βράδυ είχε μπει μια γυναίκα στο δωμάτιο, είχε ανοίξει την πόρτα και είχε κάτσει δίπλα μου. Κι όμως, τώρα το θυμάμαι. Θα το πάμε μαζί, μου είπε. Και εγώ την πίστεψα.


Μαρ. Μαρ. - Μόνο λόγοι, 2021. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου