Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Η Φανουρία





Μια φωτογραφία είχε η Φανουρία από τα 17 της χρόνια, κι αυτή της την είχε βουτήξει ο Νίκος από το ίδιο εκείνο βράδυ που της την έφερε στο σπίτι η Νίτσα, η συμμαθήτριά της. Κι όχι ότι φαινόταν καλά· μια φωτογραφία θαμπή και σκοτεινιασμένη ήταν, όλη η τάξη θηλέων κι αυτή σε μιαν άκρη. Μα ο Νίκος την ήθελε, να την έχει να την θυμάται έτσι, με τη σχολική της ποδιά. Έκοψε με ψαλίδι όλους τους παρείσακτους, να την έχει μόνη της, να την κρύβει κι ευκολότερα και κράτησε μόνο τη σιλουέτα της και το χαμόγελό της. Η κομμένη φωτογραφία μπήκε στο πορτοφόλι του, μπήκε σελιδοδείκτης στο διαβατήριο, μπήκε κάτω από το μαξιλάρι του τα χρόνια που έλειπε στην Υποσαχάρια Αφρική, και ποιος ξέρει σε πόσες κρυψώνες αναγκάστηκε να την χώσει όταν ξαναγύρισε στα Πατήσια. Μέχρι που τελικά, Νοέμβρης του ’64 ήταν, έφτιαξε μια περίτεχνη κρύπτη στο ημερολόγιό του και την φύλαξε εκεί· να την βγάζει όταν καμώνεται τον απασχολημένο, να την κοιτάει για ώρες και να μοιρολογάει την ζωή του. Γιατί την περίμενε ο Νίκος την Φανουρία, την περίμενε ακόμα, να έρθει να πέσει ξανά στην αγκαλιά του κι ας είχαν περάσει τρεις δεκαετίες και βάλε από εκείνη τη μέρα που πόζαρε χαμογελαστή στο φακό, κι αντί γι’ αθώα παραστρατημένη μαθήτρια ήταν πλέον μια γεροντοκόρη, μια αδιάφορη θείτσα του Δημοσίου με μιζανπλί στα μαλλιά και μια ελαφρά αξάν ορεινού πελοποννήσιου χωριού.

Όλα είχαν πλέον αλλάξει. Μόνο η συνήθεια του Νίκου να καταγράφει τη ζωή του μεθοδικά και συστηματικά στα ημερολόγια είχε παραμείνει ίδια. Η Φανουρία είχε φύγει πια από τα Πατήσια. Πήγε κι έφτιαξε το δικό της σπίτι, μια μονοκατοικιούλα «θέση Εφοριακά»  – ας  είναι καλά ο Συνεταιρισμός. Έκανε και μ’ ένα κοτόπουλο αγιασμό στα θεμέλια, κέρασε γλυκά τους μαστόρους, φύτεψε κι ένα λευκό γιασεμί στην μπροστινή αυλή και εκεί, σύνορα Ψυχικό με Χαλάνδρι, εγκατέστησε μαζί με τα σεμεδάκια της μάνας της και την φωτογραφία του σκοτωμένου στην Κορυτσά αδελφού της, ένα κοτέτσι, έναν μπαξέ με εποχιακά κι όλη τη λιτή ζωή του πατρικού της. Κι όλα αυτά χωρίς ούτε να τον ρωτήσει τον Νίκο, χωρίς ούτε καν να τον συμβουλευτεί. Ένας ογκόλιθος είχε μπει αναμεσά τους, μεγάλος όσο τα Τουρκοβούνια. Αγόρασε κι αυτοκίνητο η Φανουρία· ένα άσπρο Καντέτ, ελαφρώς μεταχειρισμένο και του ’φτιαξε και θέση περιωπής κάτω από την κληματαριά. Τα μάθαινε ο Νίκος, κατέγραφε στα ημερολόγια την μια κατραπακιά μετά την άλλη και του σκιζόταν η καρδιά. Η Φανουρία με σπίτι δικό της, μακριά του, να τους έχει καλέσει όλους εκτός από αυτόν, να έχει κι αμάξι να πηγαίνει στη δουλειά της, και ποιος ξέρει πού αλλού, όσο αυτός χαντακωμένος περνούσε τα πρωινά ακούγοντας στο ραδιόφωνο την Πικρή Μικρή μου Αγάπη.

Πράγματι, κάθε έξοδός της Φανουρίας ήταν και μια περιπέτεια, όχι όμως απ’ αυτές που ήθελε να φαντάζεται ο Νίκος. Δεκάδες τ’ ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν στα οικογενειακά τραπέζια για την οδήγησή της, δεκάδες οι οδηγοί που συναπαντήθηκαν μαζί της και τους χάρισε λίγο αυθόρμητο γέλιο, δεκάδες και οι μούντζες που μάζευε σε κάθε διαδρομή της. Αλλά η Φανουρία δεν πτοούνταν. Έπαιρνε το αμάξι κι έβγαινε στους δρόμους με το πρόσωπο κολλημένο στο παρμπρίζ, το τιμόνι σφιχτά στα δυο της χέρια, και πήγαινε και κολλούσε πίσω από τα λεωφορεία να μην της μιλάει κανείς. Μια φορά μάλιστα, ανεβαίνοντας την Συγγρού, έτυχε βλάβη στο λεωφορείο που πηγαίνανε παρέα από στάση σε στάση κι έμεινε και η Φανουρία πίσω του, ακινητοποιημένη στη δεξιά λωρίδα, ώσπου να έρθει το συνεργείο να το επισκευάσει και να πάει σπιτάκι της και αυτή, να πάει και ο λεωφοριατζής που είχε τελειώσει η βάρδια του. Έτσι ήταν η Φανουρία, προσπεράσεις δεν έκανε αλλά οδηγούσε, μέχρι και στο Λαγονήσι πήγαινε. Της έπαιρνε λίγο παραπάνω βέβαια απ’ όσο κάνανε τα ανίψια της να πάνε Καλαμάτα και να έρθουν, μα ξεκινούσε πρωί, έπαιρνε και τις αδελφές της τις χήρες μαζί, έπαιρναν φαγητό, θερμός με νερό και καφέ κι όταν φτάνανε κατά το βραδάκι στο εξοχικό κι ανοίγανε τις πόρτες του Καντέτ, πρώτα σταυροκοπιόντουσαν όλες μαζί και μετά κατεβαίνανε.

Κατά καιρούς την έπαιρνε ο Νίκος στο τηλέφωνο. Συνήθως της το ’κλεινε χωρίς να της μιλήσει. Ήθελε μόνο να ακούει τη φωνή της κι απ’ το βραχνό της «Εμπροοός» κι από το βάρος της σιωπής που ακολουθούσε να ψυχανεμίζεται τη διάθεσή της. Η Φανουρία σίγουρη πως πίσω από το μουγγό ακουστικό ήταν αυτός, έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αποφύγει. Στα μεταπολεμικά χρόνια – όπως έγραφε στα ημερολόγια του ο Νίκος – μια φορά όλη κι όλη πήγε στη γιορτή του και μόνο για μια στιγμή έστρεψε πάνω του «τα χλωμόχρυσά της μάτια», τον κοίταξε βαθιά κι ύστερα γύρισε από την άλλη. Κι ούτε μια πάστα δεν έφαγε, μόνο καθόταν στη γωνίτσα της όλη νύχτα κι έπαιζε στα χέρια μια αλυσιδίτσα απ’ την τσάντα της· την ξέμπλεκε και την έμπλεκε «με τα δάχτυλα εκείνα που ήξεραν άλλοτε να σκορπούνε το τρεμουλιαστό χάδι του μεγάλου πόθου». Εκείνη τη νύχτα, την ώρα που η Φανουρία χαιρέτησε να φύγει, πρόλαβε και της έβαλε στη χούφτα ένα γράμμα, το τελευταίο που της έγραψε. «Η ζωή μάς έχει δοθεί για να την χαρούμε. Δεν μπορούμε πλέον να είμεθα δύο αποστάτες που κάτω από την μάσκα όποιας σεμνοτυπίας παίρνουμε πεισματικά άλλο δρόμο από αυτόν του ντεστινέ μας». Έτσι της έγραφε. Κράτησε μάλιστα στον 6ο τόμο των ημερολογίων του, ακριβές αντίγραφο της επιστολής, δαχτυλογραφημένο με τυφλό σύστημα από τον ίδιο, με μαθήματα που είχε πάρει πρόσφατα στην σχολή Πάλμερ. Την καλούσε να θυμηθεί το παρελθόν, ένα παρελθόν που «βογγάει στο πέρασμα του χρόνου ανάμεσα από ανεξήγητα ερωτηματικά, ένα παρελθόν που το ενθυμούνται ακόμη κάποιες απόμερες γωνιές του Ζαππείου» και κάτι ραβασάκια της, όπου του έγραφε «είμαι δική σου» κι αυτός τα φύλαγε στο συρτάρι με το κλειδί, μαζί με τις συναλλαγματικές και τα μισθωτήρια συμβόλαια και μακριά απ’ τ’ αδιάκριτα βλέμματα της συζύγου.

Πόσα γνώριζε η σύζυγος δεν ξέρουμε. Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Νίκου στον 9ο τόμο των ημερολογίων του, όταν σε έναν καβγά του πέταξε με θυμό στα μούτρα «Άιντε, γιατί πολλά μου έχεις κάνει», αυτός με θράσος της απάντησε «Ποια πολλά; Αφού ούτε τα λίγα δεν ξέρεις» και την αφόπλισε θριαμβευτικά. Ό,τι και να ήξερε όμως διόλου δεν τον ένοιαζε. Πού ήταν το κακό; Κανείς δεν μπορούσε να του προσάψει τίποτα. Αυτός «απλώς διψούσε για λίγη χαρά». Λίγες μέρες μετά από εκείνον τον τσακωμό, του την έδωσε και κίνησε να βρει την Φανουρία, να βάλει επιτέλους τέλος στο μαρτύριο της δίψας. Άρρωστος ένιωθε, γριπιασμένος, ματιασμένος, ούτε ήξερε τι είχε, πήρε μαζί του την Φριπόν, ανέβηκε όλη την ανηφοριά ως το Γαλάτσι και ξέπνοος κατηφόρισε ως το σπίτι της. Γάβγιζε η Φριπόν στην εξώπορτα, της χτύπαγε αυτός το τζαμάκι της πόρτας συνθηματικά, μα εκείνη δεν του άνοιξε. Τον άφησε να κρεμιέται ανήμπορος απ’ το γιασεμί και να ψήνεται στον πυρετό. Πολύ βαρύ του έπεσε που τολμούσε να τον αποφεύγει. Μόνο ξώφαλτσα την πετύχαινε καμιά φορά. Στις οικογενειακές συγκεντρώσεις, γάμους, κηδείες, γιορτές, μόλις έφτανε αυτός η Φανουρία έφευγε. Την έβλεπε όμως στα όνειρά του· ερχόταν και του έδινε φιλιά παθιασμένα και κολασμένα χάδια. Μια μέρα είδε ότι την φίλησε τόσο βαθιά που χώθηκε η γλώσσα του μέσα στο λαρύγγι της και ξύπνησε κάθιδρος κι έτρεξε μες στη νύχτα να σημειώσει τ’ όνειρο στο ημερολόγιο –στον ίδιο τόμο, τον 9ο, τον ρημάδη– για ν’ αναζητήσει στο μέλλον την ερμηνεία του.

Απ’ όνειρο σ’ όνειρο, από ερμηνεία σε διάψευσή της, από κατάρα σε προσευχή, πέρασε η ζωή. Πέθανε ο Νίκος 78 χρονών μετά από δυο γάμους, τον δεύτερο εξ αυτών στα 72 του με μια νοσοκόμα από την Καβάλα που τον βρήκε χήρο και μισοπαράλυτο από εγκεφαλικό κι αντί να τον γηροκομήσει προτίμησε να τον παντρευτεί. Τα ημερολόγιά του βρεθήκαν σε μια κούτα, ταξίδεψαν μέχρι τη Μάγχη, καταχωνιάστηκαν σε μια σοφίτα στην Βρετάνη και κάποια στιγμή ταχυδρομήθηκαν κομμάτι-κομμάτι μέχρι τα χέρια μου. Πέθανε και η Φανουρία, 35 χρόνια μετά από κείνον, στα 98 της, τελευταία απ’ όλες τις αδελφές της, άτεκνη, ανύπαντρη – και όπως λέγανε οι κακές γλώσσες, προφανώς και εντελώς αγάμητη.

Στα τελευταία της χρόνια, από τότε που άλλαξε ο αιώνας, δεν είχε πια κότες στην αυλή του Ψυχικού, δεν έφτιαχνε σε κανέναν τις μαλακές λαδερές τηγανητές πατάτες της, που δεν ήξερες εάν μισείς ή λατρεύεις, είχε πετάξει όλες τις ντάνες με τα Ντομινό και τα Φαντάζιο από το κλειστό σαλόνι, το Καντέτ είχε γίνει περιστερώνας κάτω απ’ την κληματαριά, κι από τον παλιό καιρό μονάχα το κουβαδάκι που έβαζε κάτω από τη βρύση του νιπτήρα για να μαζεύει το νερό είχε μείνει σταθερά στη θέση του και το γιασεμί, δέντρο ολόκληρο πια να μοσχοβολά στην μπροστινή αυλή. Ζούσε μπροστά σε μια τηλεόραση που έπαιζε όλη μέρα στη διαπασών, ακόμα και στις διαφημίσεις· δεν άκουγε ούτε τηλέφωνα ούτε κουδούνια, μόνο τους διαλόγους των πρωταγωνιστών, πεταγόταν κάθε τόσο και σχολίαζε, τους έλεγε τι να κάνουν ή τους έβριζε, κι αν έκανες το λάθος να την ρωτήσεις γιατί, σου έκανε στα γρήγορα μια περίληψη από τα τελευταία διακόσια πενήντα επτά επεισόδια της σειράς.

Κάθε φορά που πήγαινα να την δω, μου έβαζε στα χέρια συνωμοτικά μια μικρή σοκολάτα υγείας, συνήθως ληγμένη, να έχω για το δρόμο, κι ένα πακέτο Μιράντα Παπαδοπούλου με μυστηριωδώς θρυψαλιασμένα μπισκότα. Μικροσκοπική, δυο κεφάλια κοντύτερη από μένα, ήταν η μόνη από τους ζωντανούς που με έλεγε Μαρουτσέλλα, έτσι όπως με φώναζε ο πατέρας μου στις καλές του. Φιλιά κι αγκαλιές δεν έδινε ποτέ, ούτε όταν με έβλεπε ούτε όταν με αποχαιρετούσε, μη τυχόν και με κολλήσει τίποτα, ποτέ δεν κατάλαβα τι. Μόνο έβγαινε στα πράσινα κάγκελα του σπιτιού να με δει να φεύγω κι έμενε εκεί να μου κουνάει το χέρι μέχρι να στρίψω, ή μπορεί και παραπάνω, ποιος ξέρει πόσο. Μια μέρα πάντως που κάτι ξέχασα και γύρισα πίσω, την βρήκα στην ίδια θέση, να κοιτάζει το δρόμο ακόμα, παρότι είχε πιάσει να ψιχαλίζει και μπουμπούνιζαν αστραπόβροντα πάνω από την Πεντέλη.

Μ’ είχε έγνοια η Φανουρία. Είχα ήδη πατήσει τα τριάντα και φοβόταν μη της μοιάσω και μείνω στο ράφι. Κι εγώ την είχα, κάθε φορά που άκουγα την Μοσχολιού στο «Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι», γι’ αυτήν έλεγα πως το τραγουδούσε. Αυτή ήτανε που μου έδωσε το πρώτο μου πεντοχίλιαρο, μόλις πρωτοβγήκανε τα πεντοχίλιαρα, μια μικρή περιουσία δηλαδή που φαγώθηκε μέσα σε ένα σαββατοκύριακο σε ακολασίες και καταχρήσεις που αν τις μάθαινε η Φανουρία θ’ άφηνε τα ίδια τσιριχτά «Ιιιιιί!» που έβγαζε όταν εμβρόντητη διάβαζε δυνατά τους τίτλους από τη σελίδα με τα εγκλήματα στην Απογευματινή. Με φρόντιζε, διακριτικά, από μακριά, μου πέταγε απλόχερα και ουρανοκατέβατα σανίδες σωτηρίας να πιαστώ. «Για την γιαγιά σου το κάνω», μου είπε συγκινημένη όταν μου ανακοίνωσε ότι με συμπεριέλαβε στους κληρονόμους της, κι είχε ένα ύφος σα να πληρώνει μια ενοχή που μια ζωή πάλευε μάταια να ξεχρεώσει.

Δεν την ρώτησα τι εννοούσε. Ήξερα τι την έτρωγε. Ήταν η εποχή που μόλις είχα διαβάσει τα ημερολόγια του Νίκου, 27 τετράδια πυκνογραμμένα, με τ’ όνομά της σχεδόν παντού. Να μην της πω τίποτα μ’ είχε ορκίσει η ανιψιά της όταν μου τα έστειλε. Θα πέθαινε απ’ την ντροπή της αν ήξερε πως γνωρίζω. Και τι θα μπορούσα δηλαδή να της έλεγα; Γιατί αγάπησες της αδελφής σου τον άντρα; Ή γιατί τον άφησες να σε ξεπαρθενέψει, κι ύστερα να σου πει πως έτσι είναι τα λουλούδια, μαραίνονται, και μαραμένα λουλούδια αυτός στο πέτο του δεν βάζει; Όσοι ξέραν το μυστικό της είχαν από καιρό πεθάνει. Οι υπόλοιποι ποτέ δεν φαντάστηκαν ότι η Φανουρία είχε ξεσηκώσει τέτοια θύελλα. Μα εγώ πια, κάθε που την κοίταζα, μπορούσα πίσω από το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο να διακρίνω το κορίτσι της κομμένης φωτογραφίας· κι όσο την έβλεπα μες στη μαύρη της ρόμπα, κυρτή και αποστεωμένη, τόσο μου φαινόταν πως η Φανουρία στα γεράματα σα να ’χει ψηλώσει ένα μπόι ακόμα. Για το μόνο που στεναχωριόμουν ήταν πως δεν μπορούσα να της πω έλα, δεν τρέχει τίποτα· κι αν ήξερε, θα σε είχε συγχωρέσει.

Μαρ. Μαρκοπούλου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου