Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

Faites vos jeux




Μου αρέσουν οι πασιέντζες που δεν βγαίνουν. Η αγαπημένη μου έχει βγει μόνο δύο φορές, παρόλο που την ρίχνω κάθε μέρα σχεδόν, από τότε που μου την έμαθε μια γριά γειτόνισσα.

Εμπιστεύσου το τυχαίο κι ακολούθα το, μου 'λεγε. Ανακατεύω το μπέρδεμα του χάους χρωμάτων, αριθμών και ξαναρίχνω. Κάθε στιγμή με περιμένει ο όλεθρος, κάθε στιγμή ο θρίαμβος.

Ανακατεύω την αταξία, να κινητοποιήσω τη σύγχυση, να ορμηνέψω μια άλλη εκδοχή, να βάλω το χέρι μου και να ταράξω το προδιαγεγραμμένο.

Μπορώ να παίξω χίλιες χαμένες παρτίδες μόνο για την ηδονή της μιας που κερδίζει. Να ανακατεύω και να ξαναρίχνω μόνο για την μοναδική φορά που θα βγει και θα με αφήσει άναυδο, υπόλογο σχεδόν μπροστά στην εύνοια, μα συγχρόνως αδιάφορο εντελώς για τους χιλιάδες αποτυχημένους συνδυασμούς, ακόμα και αυτούς που έφτασα μέχρι την πηγή μα νερό δεν ήπια, που τους δέχτηκα χωρίς ούτε έκπληξη ούτε παράπονο.

Εμπιστεύσου το τυχαίο, ας το να σου ψιθυρίσει και ακολούθα το. Εμπιστεύσου το ακόμα και αν όταν το ακούς να σου μιλάει δεν ξέρεις αν σου λέει φύγε ή μείνε. Στάσου μπροστά του και χτύπα του τη πόρτα, έτσι όπως αφήνεσαι γυμνός στο κυμματάκι να σε λικνίζει ή όπως πίνεις τον καφέ σου σε καφενείο διερχομένων ή όπως σουλατσάρεις ασκόπως σε δρόμους παλιούς ή μονοπάτια αχαρτογράφητα.

Αλίμονο αν σταματούσες να βαδίζεις επειδή δεν σου βγήκε. Αλίμονο αν δεν άλλαζες πορεία, ζωή, συνήθειες, ρούχα. Αλίμονο αν δεν προκαλούσες την μοίρα σου παραγνωρίζοντας τον χαραγμένο δρόμο, μπλοφάροντας ότι τάχα δεν ήξερες ότι ήταν αυτός που η ίδια είχε φροντίσει να απαρνηθείς.

Η μπίλια θα κάτσει εκεί που θέλει. Η μπίλια θα κάτσει εκεί που έκατσε γιατί δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Το πεπρωμένο της μπίλιας είναι το χέρι του γκρουπιέρη.

Εκεί που οι άλλοι βλέπουν μια παρτίδα που δεν βγαίνει, μια πιθανότητα που δεν υπάρχει, εγώ βλέπω την δυνατότητα. Ή θα χάσω ή θα κερδίσω. Ποντάρω στην δεύτερη. 

Και τι σημασία έχει αν δεν κερδίζω; Παίζω, δίνω έδαφος στις πιθανότητες, προκαλώ το αναπάντεχο.

Θα ξαναπαίξω μέχρι να βγει, μέχρι να κάτσει ο ποθητός συνδυασμός που τα φύλλα θα 'ρθουν με μια άλλη σειρά, το ένα πίσω από το άλλο, χωρίς κενό, χωρίς παραφωνία και θα την απλώσουν μπροστά μου λυμένη, σαν να ήταν ό,τι πιο εύκολο, σαν να τραβάς την άκρη από μπλεγμένο κουβάρι, από κόμπο σφιχτοδεμένο και αυτός να ξεμπλέκεται ανώδυνα, σαν φιόγκος ζαχαροπλαστείου σε κουτί με πάστες.

Θα ξαναπαίξω μέχρι να βγει· κι αν βγει θα ξαναπαίξω πάλι.

Όποιος μένει στα ήσυχα νερά, στην ασφάλεια της ακινησίας, κινδυνεύει να μείνει αγνώμων στο υπερθέαμα που του χαρίστηκε, δώρο που του προσφέρθηκε και αυτός ούτε που το ξετύλιξε να δει τι είχε μέσα.  

Αυτός που δεν θέλει να ρισκάρει, να μείνει στα σίγουρα, στην νηνεμία. Εγώ θέλω να πετάξω πετρούλες στην λίμνη, μόνο για να δω τα νερά να ταράζονται, να βουτήξω ο ίδιος μέσα με ένα θεματικό μακροβούτι ή μια ηχηρότατη μπόμπα.

Αυτός που ρισκάρει βγάζει την γλώσσα στο πεπρωμένο του, τραβάει από 11 και καίγεται ή παίρνει από χέρι κέντα στρωμένη. Αυτός που ρισκάρει αναζητά την έκπληξη να του επιβεβαιώσει την ανατροπή, την απόλυτη δικαίωση: Ότι μπορεί, ναι μπορεί, να συμβεί αυτό που καμία πρόβλεψη δεν πόνταρε πάνω του.

Έχει σημασία και η πιο μικρή κίνηση, η μηδαμινή αλλαγή θέσης, οι πλέον ασήμαντες λέξεις, αδιάφοροι άνθρωποι που μπήκαν σε μια ακρούλα, κομπάρσοι που δεν είπαν ούτε ατάκα. Μια μόνο ντάμα δυο θέσεις πιο πριν, θα είχε αλλάξει για πάντα την παρτίδα· ένα μόνο φύλλο που καθυστέρησε, μπόρεσε να τινάξει τη ζωή σου στον αέρα.  
  
Ο παίχτης δεν αρκείται στα μάτια του. Τα μάτια τρυπούν πέρα από τους τοίχους. Ακούει τα προαισθήματα, τεντώνει τη μύτη του, μελετάει τα όνειρα, παρατηρεί λεπτομέρειες, πώς φυσάει ο άνεμος, τι χρώμα πουκάμισο φοράει, τι μέρα είναι, ποιος τον καλημέρισε το χέρι πρέπει να κινηθεί με απόλυτη ακρίβεια, να κόψει την τράπουλα στο ευνοϊκότερο σημείο.

Ο παίκτης τις έχει γραμμένες τις πιθανότητες και τις στατιστικές. Εμπιστεύεται μια κουτσουλιά, μια διασταύρωση, μια τρύπια κάλτσα, μια δεκάρα στο πεζοδρόμιο, μια κουτσή καρέκλα· ποντάρει στο πρώτο τρένο που θα φύγει από το σταθμό, σε ό,τι φέρει το ταχυδρομείο, χωρίς να περιμένει τίποτα παραπάνω παρά να δει τι έχει παρακάτω.

Ο παίχτης παίζει για τη λαχτάρα. Για τη λαχτάρα του να κερδίσει, αλλά και τη λαχτάρα που του προκαλεί ο τρόμος στην προοπτική να χάσει.

Ο παίχτης ξέρει ότι η τύχη δεν είναι παρά μια άλλη σειρά να τοποθετηθούν τα πράγματα από ότι στην ατυχία, κι ας ρέπει μονίμως προς τη χασούρα.

Όλα είναι εκεί. Όλα παίζουν. Δεν υπάρχει σωστή ή λάθος σειρά. Το φαινομενικά λάθος μπορεί να οδηγήσει σε θρίαμβο και το σίγουρο σε πανωλεθρία. 

Και τι σημασία έχει αν χάνεις; Θα μπορούσε αυτή η καταδίκη να είναι η έξοδος προς το φως. Ίσως αυτή η γούβα που έχεις πέσει να είναι η μήτρα για να αναγεννηθείς. Το χάλι που ζεις, να είναι αυτό που θα είχες ευχηθεί μπροστά σε μια τραγωδία. Θυμάσαι όταν ο τρόμος ερχόταν και είπες μέσα σου φωναχτά, όχι, οτιδήποτε άλλο να συμβεί αλλά όχι αυτό; Ε, δεν έγινε αυτό. Αυτό που ζεις είναι το οτιδήποτε άλλο. Δικιά σου η εξήγηση. Δικιά σου και η αιτία. 

Και τι σημασία έχει αν χάσεις; Είδες.  

Ήταν η μοίρα μου παντελώς χειροποίητη. Εγώ την φιλοτέχνησα, με τα ίδια μου τα χέρια. Αδιόρατες στο σκάψιμο της παλάμης μου οι γραμμές. Το ρίσκο και το ριζικό έχουν την ίδια ρίζα. 

Μαρ. Μαρκοπούλου, Marco Messini - Χίλιοι κόκκοι άμμου, απόσπασμα