Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

Ήξεις αφήξεις

 













Είναι πάντα ίδιοι οι άνθρωποι στις αφίξεις των αεροδρομίων, ιδίως των νυχτερινών πτήσεων, αλλάζει μόνο το χρώμα των μαλλιών τους και ο τρόπος που τα κουρεύουν, αλλάζουν ίσως και τα ροδάκια από τις βαλίτσες που σέρνουν πίσω τους, όλο και πιο ανθεκτικά, όλο και πιο αθόρυβα. Στο διπλανό κτήριο αυτοί που φεύγουν∙ νευρικοί, ανυπόμονοι. Εδώ όμως ούτε βιάζονται ούτε στέκουν∙ το βλέμμα τους σαρώνει αόριστα τον χώρο ή στηλώνεται αποφασιστικά ευθεία, ψαχουλεύουν τις τσέπες με τον αναπτήρα στο χέρι. Έχουν φτάσει, κι αυτό προς το παρόν είναι αρκετό.

Στα ενδιάμεσα σιγή, καρεκλάκια αναμονής, κλειστά γκισέ, δεν έχουμε ανοίξει ακόμα. Είναι η ώρα που αλλάζουν τα διαφημιστικά και οι υπάλληλοι συζητούν για μπάλα∙ ίδιοι άνθρωποι περιδιαβαίνουν τα χιλιοσφουγγαρισμένα, περιμένουν στωικά κάποιον να πάρουν ή κάποιος να τους πάρει κι είναι πρόθυμοι να κάτσουν δίπλα σε έναν άγνωστο με κατανόηση, μασουλάνε τον χρόνο, παρατηρούν, ένας καφές ίσως, περνάει η ώρα ευδιάκριτη σε όλα τα ρολόγια, περνάω κι εγώ 18χρονη, στρυμωγμένη στα μπλε τακούνια μου, περνάω πίσω από τους ελέγχους, περνάω κλειστές πόρτες, περνάω με φόρα, σηκώνω ρεύμα∙ θα μπορούσα να ζω από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο κι ας ήταν η ίδια διαδρομή, μόνο για την τελική τροχοδρόμηση πριν τη βουτιά στον ουρανό και στα κομμάτια η αναπόφευκτη προσγείωση -το είπα τόσο που το πίστεψα- κι ούτε τα σύννεφα της βροχής, ούτε οι σωρείτες, ούτε οι θύσανοι σταθήκαν μαγικοί∙ δεν ήταν νησιά, δεν ήταν μαξιλάρια, δεν ήταν αρκούδες, κι όταν κοιτάς από ψηλά θες να πεις εκείνο το τραγούδι και δεν είναι ψέμα, όμως τα ύψη και τα βάθη τα μέτρησες μονάχα από τη γη, κορμί με κορμί. Ίσως από εκεί να ξεκίνησαν όλα, από μια κόντρα με τη βαρύτητα.

Ίδιοι και οι πίνακες με τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις, εταιρία, πτήση, πόλη, μόνο που τότε κάνανε ήχο, όπως πέφτανε πλακίδιο-πλακίδιο, τσακ-τσακ-τσακ, γύριζες το βλέμμα να δεις, κάτι φεύγει ή κάτι μόλις έφτασε κι είναι η ώρα σιγά-σιγά να ξαναμαζεύονται, κρατάνε μικρές πινακίδες με ονόματα, Silon, Maria Migliori, Filipa Swezr, περνούν οι καινούργιοι, άρτι αφιχθέντες από τους ουρανούς, περνάω κι εγώ αγύρευτη∙ δεν σε φέρνει πια το μπλε λεωφορειάκι, ούτε θα κολλήσει η σκάλα στην πόρτα να πατήσεις σίδερο έκθετος στο βουητό και στον αέρα, μια φυσούνα σε περνάει από πόλη σε πόλη, από Ταλίν, Σάο Πάολο, Βαρσοβία στο εξπρές για Σύνταγμα∙ ίδιο πάντα ένα νυσταγμένο χτυποκάρδι, μια τσάντα στον ώμο και μια ανάμεσα στα πόδια, μια τζούρα κλεφτή πριν το λεωφορείο, το ταξί, το πάρκινγκ του αυτοκινήτου, εδώ που φτάσαμε θα έρθει το επόμενο∙ κάθομαι δίπλα και εγώ ξέπνοη, ανυποψίαστο κελεπούρι, έτοιμη να πληρώσω όσο-όσο για να γυρίσω σπίτι να βγάλω τις γόβες, μα μου κλέβουν τα ταξί οι τουρίστες, και είναι πάντα τρία λεωφορεία η διαδρομή και μικρής διάρκειας το πάρκινγκ των αφίξεων, κι έχει αλλάξει χρόνια το χρώμα των μαλλιών μου, κι ούτε ήρθα ούτε έφυγα, και φτάνουν τα δυσθεώρητα ύψη, φτάνουν  τα νέφη, φτάνουν οι αναταράξεις. Άμα δεν είμαι προορισμός, τότε ας είμαι βράχος. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου