Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021

Εμείς εδώ ήρθαμε για τα σκηνικά


 
Έπρεπε να ’μουν φαροφύλακας στη γη του πυρός
να γνέφω σε ασύντακτα ασκέρια
στο πόστο μου ως την τελευταία φουρτούνα του χειμώνα
Μήπως κι ήξερα ποτέ πού ήθελα να πάω;
όλη η γη μια πιθανότητα
κάθε συναπάντημα ένα ενδεχόμενο  
μόνο τις ευθείες πάντα βαριόμουν  
οι ανοιχτές λεωφόροι μου προκαλούνε νύστα

Οι άνθρωποι είναι σπίτια
Οι άνθρωποι είναι δρόμοι
Τόσες στροφές, ανηφοριές και τρύπιοι χωματόδρομοι
για μια βουνοπλαγιά με θέα
μια στεριά χωρίς όνομα
ακροθαλασσιά χωρίς άκρo  
κορυφογραμμή χωρίς κορφή
ορίζοντας αόριστος
εδώ δεν είναι τόπος κανενός
Να ’μαι εγώ η ηλίθια ή να είναι αυτοί τυφλοί;
Να ’μαι ο τύπος που οδηγεί στο αντίθετο ρεύμα;
Να ’μαι ο λαγός που αποκοιμιέται σίγουρος;
Να ’μαι βουβό ξημέρωμα σε ακατοίκητη νήσο;
Φτύνω και φυτρώνει ασβέστης
Οι άνθρωποι κατοικούνται
το νοιάξιμο φίλε μου, το νοιάξιμο

Καμιά φορά μπορεί να χρειαστεί να σε ανοίξουν με ανοιχτήρι κονσέρβας
από τα μηνίγγια ως τα σκέλια
πρέπει να ξέρεις τι θα τους πεις
Έχω κακή σχέση με ό,τι προσκυνάτε -αυτό θα τους πω
Ας με δικάσουν
ελαφρυντικό δεν γύρεψα
Ομολογώ:
Η πρώτη μου παρανομία τότε πού έγλειψα τη σκουριά από το κάγκελο
Ο πρώτος μου έρωτας το αραβικό μωσαϊκό σε ένα μπαλκόνι του 1923
Έχω διαρρήξει τη ζωή μου μέρα μεσημέρι και την επέστρεψα τύφλα το ξημέρωμα
επίσης
ξέχασα να ταΐσω το θηρίο
αυτό που όλοι διηγούνται πώς το σκότωσαν
έκτοτε ο κόσμος αποσυντίθεται
ξύπνησα κι είδα τη θάλασσα να κατεβαίνει όλη από το βουνό
ημιτελής, διχοτομημένη καθέτως, με την αριστερή πλευρά θρύψαλα
και την δεξιά να εκτελεί καθήκοντα
αλλά θαύμαζα το χαμόγελο του μελλοθάνατου μπροστά στο δήμιο του

Οι άνθρωποι είναι σπίτια
Οι άνθρωποι είναι τόποι
κι εγώ
άστεγη και άπατρις
Θέλω να χτίσω πέτρα-πέτρα ένα γεφύρι τοξωτό
αύριο θα το βρείτε ένα σακατεμένο ερείπιο
κι εσύ θα πεις αλήθεια
αν πέθανε κανείς από έλλειψη αγκαλιάς
Οι άνθρωποι είναι σύμπαντα
Οι άνθρωποι είναι δρόμοι
στην μπουκαπόρτα στριμώχνονται επιβάτες
παρατηρώ τον εαυτό μου με απορία
σαν σαδιστής βιολόγος μπρος στο πειραματόζωο
αποβιβάζομαι αργά
ένα δάχτυλο ξεμύτισε κάτω από το σεντόνι
να είμαι ακόμα ζωντανή;
Σκέψου κάτι ευχάριστο είπαν οι γιατροί όταν με ράβανε
σκέφτηκα πως κάνω μακροβούτι
ότι βουτάω και χάνομαι κάτω από το νερό

Θα μπορούσα να σε αγαπήσω σε όλες τις πόλεις
θύμισέ μου μόνο το κόλπο με τα μαχαίρια
όπως μετράνε το κενό ανάμεσα στα δάχτυλα
Δεν ζητάς τα ρέστα απ΄τον σιδηρουργό, δουλειά του το καμίνι
Όλο το κρίμα στα ανεπίδοτα
στον προπέρσινο κατακλυσμό του Φεβρουαρίου
Οι άνθρωποι κατοικούνται
Οι άνθρωποι είναι σύμπαντα  
μπατάρουν μες στις αρτηρίες τους
σε ένα ρώσικο μεθύσι
φεύγουν τα ποτήρια
ξηλωμένα ξέφτια τα σπαράζει ο άνεμος
πουλιά δεν έρχονται πια
φύκια φυτρώσαν στην αυλή
αρρώστια σέρνεται
Κλείνω τα μάτια
έλα να με βρεις πίσω από τα βλέφαρα
 
 
Αν σώζει η τέχνη, με ρώτησες
Και βέβαια σώζει
Αυτή είναι η δουλειά της


 

Μαρ. Μαρκοπούλου













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου