Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Της σκόνης

 


Αιγυπτιακή φαγεντιανή, σάρδιος λίθος, κεχριμπάρι∙ ότι ήμουν, λέει, φρουρός στη βάρδια 2-6 νυχτερινή και σκόνη, σκόνη παχιά και ακίνητη, και ξύλο ακακίας και ξύλο ροδιάς να τα τρώει σαράκι πεινασμένο, ξέφτι να κρέμονται οι γωνίες∙ θεματοφύλακας ήμουν, σκυφτή πάνω σε γραμματοσειρές, αντιγραφέας σε μεσαιωνικό μοναστήρι∙ οξείδια και βάραθρα, κορμοί χωρίς σκέλη, και πηλός, πηλός καστανός, λινέλαιο και Λημνία γη, να πέφτει το μισοσκόταδο πάνω στα τυπογραφικά∙ Λιέγη, Λειψία, Λουτέσια.

 
Στο διπλανό δωμάτιο γρίπες ακονίζουν τα νύχια στις κορνίζες, σαρώνει ο αέρας χαρτιά και ζάρια, ό,τι δεν πρόλαβε να συμβεί προβάλλεται σε μια μπομπίνα 8 χιλ. της κόντακ∙ εδώ μείνανε μόνο τα πειστήρια, ίχνη καύσης, φαιά ουσία, η λατύπη, αιχμαλωτίστηκε η εικόνα σε χαρτί ιαπωνικό, ξαποσταίνει σε αυτοκρατορική μούχλα, βαυκαλίζεται δερματόδετη σε αριθμημένα αντίτυπα∙ ακόμα με τη γλώσσα γεύομαι το μέταλλο, φτάνει το ρυθμικό φρρτ-φρρτ-φρρτ από δίπλα, ανεμίζει η άκρη του φιλμ εσαεί, κανείς δεν κλείνει τον φακό, ένα στρογγυλό φως πάνω στον τοίχο, 

  

Και πιο πάνω, στη μεγάλη ανηφόρα αδειάσαν τα μπαούλα, δαντέλες τριών γενιών, κοφτά μαζί με τα ασπρόρουχα, και πίσω από αυτές κι άλλων τριών, και πιο πίσω ακόμα ο ίδιος γρίφος: πώς να χωρέσεις πέταλα από 40 λογιών βοτάνια μέσα σε μια δαχτυλήθρα.  Και άι, άιιιι, άι μόνο∙  αχνό, συρόμενο, άι, άι, άιιιι∙ σιγανά, αργό, τραγουδιστό. Κατάδικος ήμουν σε ανήλιαγο κελί, δυο βήματα και κοπανάς σε τοίχο, χτισμένα παράθυρα, σανίδια στις πόρτες και σκόνη, σαν χώμα αρχαίο άπετρο αφυδατωμένο, έπαιρνα ανάσα και ήρθε και κάθισε όλη μέσα μου, έφτασε μέχρι κάτω, στον πάτο της λίμνης μου, κι όλα ακίνητα κάτω από το σεντόνι της, ίσως για αυτό τόση ανάγκη για καπνό, κάτι να διαταράξει τέτοια βάθη, να κάνει την σκόνη να χορέψει∙ το κόσμημα του κόσμου ασυλλάβιστο και εγώ σάρκα λευκή σε σκλαβοπάζαρο.

 

Το παραδέχομαι, αν τα πράγματα τα αφήσεις, βάζει το χέρι του ο άνεμος, σμήνη πουλιών, οι αράχνες, προκύπτουν στρώσεις απρόβλεπτες, και εδώ κάτω ζητάνε θεό τροχονόμο, λες και δεν αρκεί το χάος και η μεταμόρφωση. Μα δεν γαληνεύει, μάτια μου, ο φόβος∙ μόνο τρύπες ανοίγει πιο βαθιές, κατρακυλάς σε αιωνιότητες διαδρόμων και καταπακτών, σου φορτώνονται για πεπρωμένο κάτι μισόλογα, στήνεις τις πρόκες στις βιτρίνες, ούτε μοναξιά δεν σε προφταίνει. Κόντρα στο φως οι ανοιχτές στροφές, κράματα ευγενικά, λες και αλλάζει θέση ο άξονας της γης, ο ρυθμός ήταν οι όρχεις του χρόνου, η μεταμόρφωση ήταν όλη η ιστορία, κάνεις μια με το δάχτυλο και τα πάντα αποκτούν χρώμα, χάντρες και σύμβολα, χρυσά ελάσματα,  βουκράνια, φυλαχτά, κοπτικές κλωστές, κόκκινο morocco, μετάξια από τα παραθαλάσσια της Ερυθραίας, καλειδοσκόπια, στερεοσκόπια, περισκόπια, ένας μικρός επιτραπέζιος τροχός -σου πετάν σε μια γωνία ένα στρωσίδι, αν πέσεις πάνω του να κοιμηθείς βλέπεις στον ύπνο σου τη γιατρειά σου.

 


Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Έκδυσις

 


Τελειώνει ο χρόνος Μαρία, κι εσύ όνομα δε βρήκες ακόμα
Και ποιος να σε ονομάσει, αφού φωνή ορίζει
και η αφή το σχήμα,
αλλιώς, είσαι περίγραμμα με κιμωλία
που αφήνει στο πάτωμα το ανθρωποκτονιών∙ λείπεις  
Λείπεις
και καράβια φεύγουν
και οι κύκλοι δεν κλείνουν
Δίχως υγρό ρίγος μένεις λέξη ασυλλάβιστη
Το τελευταίο σου δέρμα
πουκάμισο αφημένο στα χαμόκλαδα

Δεν προλαβαίνουμε Μαρία, έφιπποι κατεβαίνουν ορδές  
Να βάλεις χρώματα στεγνά, γήινα
δεν έχεις σώμα να βαστάξει αυτό το βάρος
κι ούτε είναι εύκολο το φως
κόβει η ακτίδα σα λεπίδα
σπίτι τους δε σε βάζουν
Τώρα που μπαίνει η άνοιξη
Το τελευταίο σου δέρμα
θα στριμωχτείς μέσα στις πέτρες για να βγει

Βαριές μυλόπετρες
μπάρες εισιτηρίων  
για την πάνω μεριά του κόσμου

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

Των άπονων πόνων

 






 

Το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού που βρήκε στη γωνία, έτσι όπως έτρεχες ξυπόλητος να προλάβεις το τηλέφωνο, και δάγκωσες τα δόντια και μόρφασες, -αυτός ο πόνος, κι έκατσες κάτω να το κρατάς και να το σφίγγεις σφαδάζοντας, κι άμα σε ρώτησε κανένας που σε είδε, έκανες νεύμα με το χέρι, γιατί ούτε άχνα δεν μπορούσες να βγάλεις παρά μόνο μουγκρητά, (κι όλα παύσανε, όλα γίνανε ασήμαντα, όλα σβήστηκαν), μέχρι που αρχίζει να κινείται το αίμα μες στο σώμα, χαλαρώνεις τη λαβή, βρίσκει ξανά ρυθμό η ανάσα, και, γλυκά, ζεστά, ανακουφιστικά, ξανάρχεσαι στον κόσμο, μπορείς να απαντήσεις σε αυτόν που σε ρώτησε: εντάξει, πέρασε, -κι αυτή ίσως
η αγαλλίαση, τώρα που πέρασε
να είναι αυτή ακριβώς η απάντηση
στο αμείλικτο ερώτημα της χρησιμότητας του πόνου.



Μαρ. Μαρ.

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

Ήξεις αφήξεις

 













Είναι πάντα ίδιοι οι άνθρωποι στις αφίξεις των αεροδρομίων, ιδίως των νυχτερινών πτήσεων, αλλάζει μόνο το χρώμα των μαλλιών τους και ο τρόπος που τα κουρεύουν, αλλάζουν ίσως και τα ροδάκια από τις βαλίτσες που σέρνουν πίσω τους, όλο και πιο ανθεκτικά, όλο και πιο αθόρυβα. Στο διπλανό κτήριο αυτοί που φεύγουν∙ νευρικοί, ανυπόμονοι. Εδώ όμως ούτε βιάζονται ούτε στέκουν∙ το βλέμμα τους σαρώνει αόριστα τον χώρο ή στηλώνεται αποφασιστικά ευθεία, ψαχουλεύουν τις τσέπες με τον αναπτήρα στο χέρι. Έχουν φτάσει, κι αυτό προς το παρόν είναι αρκετό.

Στα ενδιάμεσα σιγή, καρεκλάκια αναμονής, κλειστά γκισέ, δεν έχουμε ανοίξει ακόμα. Είναι η ώρα που αλλάζουν τα διαφημιστικά και οι υπάλληλοι συζητούν για μπάλα∙ ίδιοι άνθρωποι περιδιαβαίνουν τα χιλιοσφουγγαρισμένα, περιμένουν στωικά κάποιον να πάρουν ή κάποιος να τους πάρει κι είναι πρόθυμοι να κάτσουν δίπλα σε έναν άγνωστο με κατανόηση, μασουλάνε τον χρόνο, παρατηρούν, ένας καφές ίσως, περνάει η ώρα ευδιάκριτη σε όλα τα ρολόγια, περνάω κι εγώ 18χρονη, στρυμωγμένη στα μπλε τακούνια μου, περνάω πίσω από τους ελέγχους, περνάω κλειστές πόρτες, περνάω με φόρα, σηκώνω ρεύμα∙ θα μπορούσα να ζω από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο κι ας ήταν η ίδια διαδρομή, μόνο για την τελική τροχοδρόμηση πριν τη βουτιά στον ουρανό και στα κομμάτια η αναπόφευκτη προσγείωση -το είπα τόσο που το πίστεψα- κι ούτε τα σύννεφα της βροχής, ούτε οι σωρείτες, ούτε οι θύσανοι σταθήκαν μαγικοί∙ δεν ήταν νησιά, δεν ήταν μαξιλάρια, δεν ήταν αρκούδες, κι όταν κοιτάς από ψηλά θες να πεις εκείνο το τραγούδι και δεν είναι ψέμα, όμως τα ύψη και τα βάθη τα μέτρησες μονάχα από τη γη, κορμί με κορμί. Ίσως από εκεί να ξεκίνησαν όλα, από μια κόντρα με τη βαρύτητα.

Ίδιοι και οι πίνακες με τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις, εταιρία, πτήση, πόλη, μόνο που τότε κάνανε ήχο, όπως πέφτανε πλακίδιο-πλακίδιο, τσακ-τσακ-τσακ, γύριζες το βλέμμα να δεις, κάτι φεύγει ή κάτι μόλις έφτασε κι είναι η ώρα σιγά-σιγά να ξαναμαζεύονται, κρατάνε μικρές πινακίδες με ονόματα, Silon, Maria Migliori, Filipa Swezr, περνούν οι καινούργιοι, άρτι αφιχθέντες από τους ουρανούς, περνάω κι εγώ αγύρευτη∙ δεν σε φέρνει πια το μπλε λεωφορειάκι, ούτε θα κολλήσει η σκάλα στην πόρτα να πατήσεις σίδερο έκθετος στο βουητό και στον αέρα, μια φυσούνα σε περνάει από πόλη σε πόλη, από Ταλίν, Σάο Πάολο, Βαρσοβία στο εξπρές για Σύνταγμα∙ ίδιο πάντα ένα νυσταγμένο χτυποκάρδι, μια τσάντα στον ώμο και μια ανάμεσα στα πόδια, μια τζούρα κλεφτή πριν το λεωφορείο, το ταξί, το πάρκινγκ του αυτοκινήτου, εδώ που φτάσαμε θα έρθει το επόμενο∙ κάθομαι δίπλα και εγώ ξέπνοη, ανυποψίαστο κελεπούρι, έτοιμη να πληρώσω όσο-όσο για να γυρίσω σπίτι να βγάλω τις γόβες, μα μου κλέβουν τα ταξί οι τουρίστες, και είναι πάντα τρία λεωφορεία η διαδρομή και μικρής διάρκειας το πάρκινγκ των αφίξεων, κι έχει αλλάξει χρόνια το χρώμα των μαλλιών μου, κι ούτε ήρθα ούτε έφυγα, και φτάνουν τα δυσθεώρητα ύψη, φτάνουν  τα νέφη, φτάνουν οι αναταράξεις. Άμα δεν είμαι προορισμός, τότε ας είμαι βράχος. 



Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Χαράματα στο δρόμο



 Έπαιζε Στράτο, με λες αγάπη μα δε είμαι η αγάπη σου, η Χαρούλα είχε βγάλει το μια ζωή μέσα στους δρόμους, ο νόμος απαγόρευε τα σπασίματα, αλλά κάπου ένα υπόγειο μαγαζί αντιστεκόταν, Λιοσίων; Κατεβαίναμε τον Κηφισό και χανόμουν, Ακαδημία Πλάτωνος, Αιγάλεω Περιστέρι, Ρέντη, Κορυδαλλό, Τζιτζιφιές, Λένορμαν, Κολωνό, ούτε που είχα ξαναπατήσει, ξενύχτηδες ταγμένοι, η τραγουδίστρια με τα χρυσά, οι λουλουδούδες γύρω στα τραπέζια, μπόμπες, καβγάδες, σπασίματα, αγκαλιάσματα, πονεμένες ζεϊμπεκιές, ώσπου άναβαν τα φώτα, φαινόντουσαν τα μακιγιαρισμένα πρόσωπα ακόμα πιο βαμμένα, οι βάτες, τα ξεβαμμένα κραγιόν, τα ιδρωμένα πουκάμισα, και ένα τελευταίο όρθιοι στο μπαρ, κουβέντες μεθυσμένων, μεγάλα λόγια, παιδί της νύχτας μια ζωή δεν το αντέχω το πρωί, κουλτούρα νύχτας, μπάρας, το πρωί στο συνεργείο, στο πάγκο, στο τιμόνι, μαυρισμένα χέρια, κενά αντί για δόντια, βουτηγμένοι στην παρανομία, άλλοι λίγο, άλλοι πολύ, οι λίγο κάποιον είχαν στο πολύ, κάποιος είχε κάνει μέσα, κάποιος ήταν ακόμα, η μέρα άρχιζε αξημέρωτα, εργοτάξια, σίδερα, παλιά, μπανανάδικα, αποθήκες, φορτηγά, σάντουιτς με μπριζόλα στη λαχανογορά, μπόχα της ιχθυόσκαλας, χαράματα στο δρόμο, Αθήνα Καβάλα μονοκοπανιάς μπρος πίσω και πάλι από την αρχή, ύπνο στη καμπίνα, κουλουριασμένοι σαν σκύλοι, νταραβέρια, καΐκια νυχτερινά, μαγαζιά, αγορανομικά, ποινικά, οι πλανόδιοι, δουλειές, δουλειές με φούντες, φάτσες σκατόφατσες, φίλος ίσον φίδι, κυνηγοί θησαυρών, αρπαχτές, νταβατζήδες, εκδιδόμενες, η Ντόλι που δήλωσε στην εφορία ότι την ζούνε οι άντρες, ο Χάλαρης με τα τατουάζ αχ μάνα και Λίτσα με περικοκλάδες και έφαγε κλήση για εναγκαλιασμό, σημαδεμένοι, παλικαράδες της φακής, ψευτόμαγκες, γαμώ τα παντελόνια σας, ο ένας έβριζε τον άλλον μόλις έστριβε, ξεφτιλίκια, αγριάδες, τσαμπουκάδες, γρήγορα αμάξια, κωλιές, χαμηλωμένα αμαξώματα, λουξ καμπίνα, χρυσό δαχτυλίδι στο μικρό, άφτερ σέιβ, μυτερά παπούτσια, τζιν με τσάκιση, μεγάλα λόγια, αντρικά αστεία, μαγκιά κλανιά και απόστημα, η οικογένεια, η νοικοκυρά σύζυγος, η γκόμενα, η παναγία, η μάνα, ο ρουφιάνος, ο δικός μας ρουφιάνος, η άκρη, η δικιά μας άκρη, τα σιδερικά, το βρομά, το κρητικό, ο μάστορας, χαρακιές στο χέρι, κασέτα να παίζει υποψιάζομαι, άγραφοι νόμοι, καθαρή ματιά, τουμπεκί, μπέσα, καταστροφές εκούσιες, θυσίες ακατανόητες, πίστη, προδοσίες και η κασέτα να παίζει Στράτο, πέταξα τα σκεπάσματα και φόρεσα ό,τι βρήκα και μες στη νύχτα με βροχή 3 παρά 10 βγήκα κι ούτε φίλοι ούτε αδέλφια ούτε αγάπες, μόνο δρόμοι, πίσω αυλές, παρακαμπτήριοι και νύχτες.


Μαρ. Μαρκοπούλου

*Φωτογραφία: ο Όλυμπος πάνω απο τα σύννεφα

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

Vivere Freakolosamente

 


 



Ας πω εδώ για τον ζωγράφο Μπασιάκo. Υπήρξε μια εποχή που σταμάτησε να γράφει, πήρε πινέλα και μπογιές, κι ό,τι έβρισκε πεταμένο στους δρόμους, τάβλες, σανίδια, τελάρα, χαρτόνια, τα μάζευε και τα ζωγράφιζε. Και όλο αυτό κάποτε το έφτιαξα μια ιστορία, ένα διηγηματάκι, του το διάβασα και του άρεσε∙ να μου το αφιερώσεις μου είπε, εννοείται του είπα, αλλά απέμεινε έτσι, ημιτελές, αλλά με την αφιέρωση επάνω. Τέλος πάντων, η ιστορία μιλάει για μια γαλάζια μονοκατοικία από αυτές τις μικρές με το μωσαϊκό στο πάτωμα και γύψινα στα ταβάνια, με τη εξωτερική σιδερένια σκάλα σαν ελατήριο, που ξέμεινε ακατοίκητη σε μια γειτονιά με νεόδμητα. Μια φάλτσα νότα. Και ήρθε η ώρα της και αυτηνής, είναι η μέρα της κατεδάφισης, ο εργολάβος είναι ήδη εκεί, περιμένει, τα συνεργεία τον έχουν στήσει, αρχίζει να τριγυρνάει μέσα, ντενεκέδια και εφημερίδες κάτω από τα πόδια του, και για πρώτη φορά o εργολάβος, βλέπει, προσέχει μάλλον, τους ζωγραφισμένους τοίχους. Γιατί η μονοκατοικία είναι από άκρη σε άκρη ζωγραφισμένη, δεν υπάρχει ούτε μια πιθαμή άδεια. Αλλού έντονα κόκκινα, πορτοκαλί, πράσινα, αλλού σκοτεινιές, λέξεις πεταμένες εδώ και εκεί, φόντα δαιδαλώδη, και ανάμεσα ουρανοί, καταιγίδες, τρένα, γάργαρα νερά, καραβάνια περιπλανώμενων, αλέες με αγάλματα∙ μια τοιχογραφία, όπου τα δίχτυα ψαρεύουν αστεράκια, οι γοργόνες ξεπροβάλουν στον καπνό της πίπας του μοναχικού ναύτη Ταπίνι, ο πεθαμένος καπνίζει ξαπλωτός μέσα στην κάσα του όσο μια χαρωπή πομπή τον συνοδεύει, ο βιολιτζής παίζει το βιολί του μόνος σε μια βουνοκορφή, ή συνοδεύοντας ως αερικό τους ερωτευμένους, το λεωφορείο χάνεται στο δάσος και έχει για συνοδηγό έναν γάιδαρο και για επιβάτες μια νύφη και μια τσιγγάνικη ορχήστρα, και ένα τραπέζι με κάθε λογής φαγητά, και ποτήρια που τσουγκρίζουν, και σύννεφα, (μπορεί να δούμε και την νιότη μας εκεί), περιπατητές, γάτες που λιάζονται στα καμπαναριά, μουστακαλήδες που βγαίνουν από λαγούμια, δημαγωγοί πάνω σε βαρέλια, κι ένα περιπλανώμενο τσίρκο με τους ακροβάτες του και - εννοείται - τρύπια τέντα. Ένα όργιο από λεπτομέρειες, από χαρωπές παρέες, από θλιμμένους μόνους, από μπουγάδες που στεγνώνουν στα βράχια, κι ένα ολόκληρο χωριό σε μια γιορτή και μικρές φωτιές, και κυκλικοί χοροί, και πρόσωπα, παντού πρόσωπα, με ανάγλυφα βλέμματα, με έντονες μύτες, με γραμμές άγριες σαν αρχαίου πολιτισμού κάποιου προϊστορικού σπηλαίου∙ κοίταζε απορημένος ο εργολάβος, ποιος μουρλός να τα ζωγράφισε όλα αυτά; Εμείς ξέρουμε ότι τα ζωγράφισε ο Μπασιάκος. Αυτός είναι ο ζωγράφος και αυτά τα έργα του.
Και όλο αυτό το μπασιακικό σύμπαν, οι μπασιακικοί κήποι μπαίνουν μέσα στο δισάκι του, αυτό που παίρνει μαζί του στα «μαύρα χώματα», μαζί με μια «φούχτα πάτριο ουρανό», τον δικό του αιώνα, εκεί που ορίζει την καταγωγή του, όπου τα γκρουπάκια κάνουν πρόβες και βγαίνουν οι μουσικές από τα υπόγεια να συγκλονίσουν τον περαστικό πιτσιρικά και να αλλάξει μεμιάς ο κόσμος του, όπου ένα ποίημα αρκεί να σου φέρει τα πάνω κάτω, όπου φυσάει αυτός ο αέρας από κινήματα που αλλάζουν τον κόσμο, αυτός ο αέρας που σε παίρνει και σε σηκώνει και αντί να είσαι η απάντηση, γίνεσαι εσύ η ερώτηση. Δεν πρόκειται για παράλληλο κόσμο. Είναι αυτός ο ίδιος ο κόσμος μέσα από τα μάτια του ποιητή, όσων ζουν ποιητικά και ας μην γράφουν ποιήματα. Όλα όσα θα έβαζε σε μια χρονοκάψουλα να τα βρουν οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος ή εξωγήινοι πολιτισμοί. Εκεί, και οι πεινασμένοι αρτίστες στις σοφίτες της Μονμάρτρης, τα στέκια, το χειροποίητο, οι τρύπες, με τις παρέες που συναντιούνται τυχαία κάτω από το αθηναϊκό δείλι, τα καταγώγια, με τις μουσικές και τα διαβάσματα που μας καθόρισαν, την πατρίδα του, γιατί με τι άλλο τρέφεται ένας ποιητής; «Με βιβλία και σινεμά τρεφόμασταν τότε», όλα αυτά που συναντιέσαι μαζί τους και αλλάζεις για πάντα. Γιατί εμείς λέει, «ό,τι διαβάσαμε δεν το διαβάσαμε σαν φιλόλογοι». Μας καθόρισε, έγινε οδηγός, απαράβατος κανόνας. Γιατί εμείς, όπου αγαπάμε, αγαπάμε. Γιατί το να ζεις σαν ποιητής είναι βαθιά πολιτική πράξη. Όσο επαναστατικό είναι να μπορείς να παραμένεις άνθρωπος. Όπως και το κέρασμα είναι πολιτική πράξη, η αγάπη, η ευγένεια, το μοίρασμα, να βρίσκεις δρόμο, να κάνεις ειρήνη με τη φύση των πραγμάτων.
Σκέφτομαι συχνά, σε αυτή την διετία που λείπει, που ήταν τόσο γεμάτη με πρωτόγνωρα πράγματα, τι θα έλεγε, για όλα αυτά που ζήσαμε και ζούμε. Και σκέφτομαι ότι ίσως φεύγουμε από αυτό τον κόσμο επιλεκτικά, όταν παύουμε να τον αντέχουμε. Και δεν ξέρω τι θα άντεχε ο Μπασιάκος που δηλώνει ήδη εμιγκρές σε αυτό τον αιώνα, παρείσακτος σε μια απάνθρωπη φαινομενική τελειότητα προς έναν κόσμο άσπιλο, πειθαρχημένο, χωρίς φάλτσα, χωρίς κακές λέξεις και χωρίς γέλιο, αυτή την τόσο επαναστατική πράξη, «το γέλιο που θα σας θάψει».
Στο μπασιακικό δάσος, ο άνθρωπος είναι ατελής, incorrect, παιδεύεται από τις αντιφάσεις του, μπορεί να κλάψει στον ώμο του πρώην μπάτσου που θα στον έστελνε στην Σιβηρία, να συγκινηθεί με την γκαρσόνα του σκυλάδικου που απαγγέλει στίχους, να ακολουθήσει τον κλέφτη τραυματία στα μπουζούκια, να ζήσει παρέα με τα πρεζάκια σε ένα ξενοδοχείο της Βάθης, να γίνει φίλος με τον απατεώνα παπά με το τίμιο ξύλο. Ο ίδιος ο Μπασιάκος είναι μια τίμια αντίφαση, ένας εργατικός ράθυμος, ένας σεβαστικός βλάσφημος. Τον ενδιαφέρουν οι άνθρωποι, γεμάτοι πάθη και λάθη, αρκεί να εντοπίσει πάνω τους την αυθεντικότητα, την ατόφια συγκίνηση. Και αυτό το εσωτερικό ρίγος είναι το δείγμα, ο θερμοστάτης που μετριέται η συναισθηματική και πνευματική υγεία, η ηθική του μπασιακικού σύμπαντος. Είναι το χέρι που βλέπει να τον χαιρετά μέσα από μια κλούβα και ξέρει ότι είναι άνθρωπος δικός του. Το δράμα των ανθρώπων και οι χαρά τους. Η ανεπιτήδευτη φύση των πλασμάτων, όπως κελαηδεί το κοτσύφι∙ το κοτσύφι παίζει στα γραπτά του, είναι ο οδηγός. Αν το μέτρο του ποιήματος είναι τα πόδια από τα δουλικά που τα κουνάνε νευρικά στο παγκάκι καπνίζοντας στο ρεπό τους, αν αυτό είναι ο ρυθμός, τότε το κοτσύφι είναι η μελωδία. Και αυτό είναι το τραγούδι του, ή καλύτερα το τραγούδισμα του. Δεν θα μιλήσω για τον Μπασιάκο τραγουδιστή, εκεί και αν έχουμε φάλτσα καταγεγραμμένα…
Κάπου γράφει «καπνίζω και δεν έχω καμία όρεξη να ονειροπολώ», και παρότι εύκολα παρερμηνεύεται ως παραίτηση είναι ακριβώς το αντίθετο. Είναι ένας ύμνος στην στιγμή. Ζήτω η ύπαρξη και ζήτω η θνητότις. Και ζήτω το δέος, εκεί που η ύπαρξη θεριεύει. Η ποίηση είναι το ξεροκόμματο που έχει στη τσέπη να τον κρατήσει ζωντανό ως την επόμενη, είτε μόνος βολοδέρνοντας ανάμεσα στους σπουργίτες είτε στο καμαράκι, όπως κι ο έρωτας, που με ένα «Θοδωρή», θα τον κρατήσει ζωντανό για μια βδομάδα ακόμα. Και αυτή την θνητότητα γλεντάει, όχι με γέλια και χαρές μόνο, αλλά με δάκρυ, «με το λυπητερό αλλά και το χαρούμενο πένθος».
Στην ιστορία μου κατεδαφίζεται το σπίτι. Και η παλιά μονοκατοικία, που πράγματι υπήρξε και που επικοινωνούσε με σταλαχτίτες και υπόγειες στοές, γκρεμίστηκε. Και ο εργολάβος, που ιδέα δεν έχει από παλίμψηστα και ψηφιδωτά, από το ετερόκλητο πλήθος, από την ιστορία που γράφουν οι ανώνυμοι, και που πάνω στο πρόσωπο του ενσαρκώνονται όλοι οι διαχρονικοί βάρβαροι, οι εχθροί της φυλής, δίνει μια και τα γκρεμίζει όλα. Μόνο ένα κομμάτι μπογιά βάζω να έχει κολλήσει στο δάχτυλο του, ένα ενοχλητικό ίχνος που δεν βγαίνει όσο και να το πλένει. Ένα τατουάζ πάνω στο αποτύπωμά του.
Από τα έργα του Μπασιάκου τα ζωγραφικά, ελάχιστα έχουν μείνει. Σκορπισμένα και αυτά σαν τους στίχους του∙ όπως ζωγράφιζε έτσι έγραφε, καθισμένος σε άβολη καρέκλα, με τη πλάτη στο βοριά. Αλλά αν οι εχθροί έχουν εκρηκτικά και μπάλες κατεδάφισης «το δικό μας παντοδύναμο όπλο, είναι η αλήθεια». Ή αλήθεια «που συγγενεύει με την αλητεία» από την αρχαία έννοια της περιπλάνησης. Ας την γκρεμίσουν την μονοκατοικία. Αυτό το πανηγύρι, μπήκε ξανά σε στίχους. Όλες οι εικόνες είναι εδώ. Αχαρτογράφητες. Με ερημιές και βροχές και βιολιά και μέθη, και ο μεγάλος ρεμβασμός, με απλωμένα απαραιτήτως τα ποδάρια, και ξέφραγα οικόπεδα, ποδαρόδρομοι και άσκοπη περιπλάνηση, και καφενεία λαϊκά, που μυρίζουν γκάζι και τηγανόλαδο ή που συχνάζουν οι περίεργοι τύποι του Λαπέζ Αζίλ, «τα καφενεία που χωρίς αυτά δεν θα υπήρχαμε», σε αυτή την περιβόητη «προσμονή του απρόσμενου», και σπεύδε βραδέως, και πείνα αλλά χλιδή για όλους, και ερωτευμένα αστεροσκοπεία, αυτοδίδακτοι, ανεπρόκοποι, γνωριμίες των κρατητηρίων, των παμπ και των χαμαιτυπίων, των μύθων της κεντρικής λεωφόρου, ο πολύχρωμος πλανήτης, «τούτη η γη των προλετάριων» που αγάπησε, εδώ που είπε ν’ αφήσει «τα αλήτικά του κόκκαλα».
Ό,τι έχει στο σακούλι του και κουβαλάει μαζί του, το έργο των αφανών της γης, όσων εργάστηκαν για το κέφι τους, μη παίρνοντας πίσω ούτε χρήμα ούτε δόξα. Ό,τι τον συγκινεί πιο πολύ, οι άνθρωποι που γκρεμίστηκε ο κόσμος τους και τον ξανάφτιαξαν άλλον, απο την αρχή. Αυτοί είναι οι ήρωες του, σε αυτούς βγάζει το βιγιονικό του καπέλο, αυτούς θέλει να κληρονομήσει. Και όλα δένουν γλυκά, στο τακτοποιημένο χάος που παίζει στα δάχτυλα του. Μπορεί να το παίρνει αμπάριζα η μπουλντόζα, αλλά σιγά, το σπάει άμα λάχει και εθελοντικά, όπως σπάει τις κασέτες με τα τραγούδια που μάζεψε με τόσο κόπο στην τελευταία σκηνή από το Γκάτζο Ντίλο ο πρωταγωνιστής και ύστερα χορεύει στον τάφο τους, έναν χορό χωρίς μουσική, μόνος. Δεν έχει σημασία. Ειπώθηκε. Βιώθηκε. Μια τελετή για την αριστοκρατία των απόκληρων, όπως του Σαρλώ, η ευγένεια του αντιήρωα που δεν καταδέχεται να ζει παρά μόνο για να ζει. Τόσο ελεύθερος που να μπορεί να τα απαρνηθεί όλα. Γιατί «το ζητούμενο δεν είναι η ευτυχία. Το ζητούμενο είναι η ελευθερία», για αυτό και όποιος ζει μέσα στο ποίημα, στο ποίημα μέσα θα πεθαίνει. Μάλλον αξίζει τον κόπο.
*Το κείμενο μου για την παρουσίαση του Γκαγκαν Μυτεράν, Vivere Freakolosamente, στο Αγρίνιο, 25/11/22, στο βιβλιοπωλείο Αγαύη και την επομένη στην Πάτρα, στο βιβλιοπωλείο Nouveau.
**Ζωγραφιά: Μπασιάκ, αυτοπροσωπογραφία.

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

Σκληροπυρηνικό

 


 

Μετά μαθαίνεις να χειρίζεσαι μοιρογνωμόνιο, βαθύμετρο, ζυγαριά, αστρολάβο. Μετά ο δείκτης που σε δείχνει, μετά φιαλίδια, το πλέγμα, το κηρύκειο, το κούριο μειδίαμα. Μετά η αμυγδαλή, ο ιππόκαμπος, τα ημισφαίρια, ο απόπατος. Μετά κατέχεις, εξηγείς, προβλέπεις, δημοπρατείς, τριχοτομείς. Μετά και το τροκάνι.

Μετά.  
Όλα αυτά μετά.
Το πρώτο κύτταρο
ήταν η αγάπη.




Μαριάνθη Μαρκοπούλου


Σκίτσο: Η ανατομία της καρδιάς, Λεονάρντο Ντα Βίντσι